Το Ανάκτορο του Τοπ Καπί, ο μουσειακός χώρος της Αγίας Σοφίας και το Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης δέχθηκαν το 2010 3 εκατομμύρια επισκέπτες. Κατά πολλούς αυτή η τουριστική «άνοιξη» είναι έργο του Ιλμπέρ Ορταϊλί, καθηγητή Ιστορίας των πανεπιστημίων Galatasaray της Κωνσταντινούπολης και Βilkent της Αγκυρας. Ο διευθυντής των τριών μουσείων της Πόλης βρέθηκε στην Ελλάδα το περασμένο Σαββατοκύριακο για το διεθνές επιστημονικό συμπόσιο ελληνοτουρκικής συνεργασίας με θέμα «Η πολιτισμική και τουριστική συνεργασία Ελλάδας- Τουρκίας στο πλαίσιο του πολιτισμού της αλληλεγγύης».
Απογοητευμένος από τον «μηδαμινό» επίσημο διάλογο μεταξύ των δύο χωρών σε ζητήματα πολιτισμού, ο καθηγητής Ορταϊλί πιστεύει περισσότερο στη δράση της κοινωνίας των πολιτών. Ο ίδιος, μια σημαντική προσωπικότητα των τουρκικών γραμμάτων, δηλώνει ότι έχει αντιμετωπίσει αξεπέραστα εμπόδια από ελληνικούς φορείς όπως το Μουσείο Μπενάκη στην προσπάθειά του να παρουσιάσει την περίοδο μετά την Ελληνική Επανάσταση σε μουσειακό χώρο της Τουρκίας.
– Είστε ευχαριστημένος από το επίπεδο των πολιτιστικών ανταλλαγών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας;
«Οι πολιτιστικές ανταλλαγές μεταξύ των δύο χωρών δεν βρίσκονται σε καθόλου ικανοποιητικό σημείο. Δεν έχουμε διαπολιτισμικά κέντρα. Το προξενείο στην Κωνσταντινούπολη προσπαθεί να διοργανώσει διδασκαλία ελληνικών μαθημάτων αλλά αυτό γίνεται ανεπίσημα και η διδασκαλία γίνεται στο Σισμανόγλειο Μέγαρο, χωρίς χρήματα από τους συμμετέχοντες. Σας πληροφορώ ότι πολλοί Τούρκοι ενδιαφέρονται».
– Τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει; «Οι πολιτιστικές σχέσεις ΕλλάδαςΤουρκίας οφείλουν να αποτελέσουν το θέμα ενός άλλου συνεδρίου. Θα πρέπει να γίνει κάποια επίσημη συμφωνία από τις κυβερνήσεις των δύο χωρών ώστε γίνει “επένδυση” σε έναν τέτοιο διάλογο. Δεν καταλαβαίνω γιατί να είναι τόσο δύσκολο».
– Εσείς αναλάβατε κάποια πρωτοβουλία για τη δημιουργία αυτού του διαλόγου;
«Προσωπικά προσπάθησα το 2010 με το Μουσείο Μπενάκη αλλά δεν τα κατάφερα. Εστειλαν προτάσεις για κάποιο “πακέτο” εκδηλώσεων, εγώ ωστόσο ήθελα να δημιουργήσω μια έκθεση για την “εποχή της Αναγέννησης” στην Ελλάδα, τον 19ο αιώνα, παίρνοντας εκθέματα από το Μπενάκη για μια περιοδική έκθεση. Δυστυχώς μου αρνήθηκαν. Εγώ πάλι ποτέ δεν έχω δεχθεί πρόταση για να παρουσιαστούν στην Ελλάδα εκθέματα σε μουσειακό χώρο της Τουρκίας. Δεν ξέρω για ποιον λόγο».
– Πώς σχολιάζετε το γεγονός ότι η επόμενη συνάντηση ελληνοτουρκικής συνεργασίας θα γίνει το 2011 στην Καππαδοκία;
«Πρώτα ο Θεός, εκεί θα γίνει. Γενικά πρέπει να πω ότι αυτόν τον καιρό της κρίσης οι Ελληνες επισκέπτονται συχνότερα την Κωνσταντινούπολη. Είναι ένα φθηνό μέρος με πολύ ελκυστικές τιμές. Η Ελλάδα νομίζω ότι χάνει πολύ τουρισμό με το θέμα της βίζας που επιβάλλει η Συνθήκη Σένγκεν σε μέλη εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης. Για παράδειγμα, εμείς έχουμε ενάμισι εκατομμύριο επισκέπτες κάθε χρόνο τους οποίους και εσείς θα μπορούσατε να υποδεχθείτε στα κοντινά νησιά για ημερήσια εκδρομή αν δεν είχαν να πληρώσουν τα 80 ευρώ της βίζας».
– Το Νέο Μουσείο Ακρόπολης πώς το βλέπετε;
«Εχω ξεναγηθεί δύο και τρεις φορές από τον πρόεδρό του, τον καθηγητή κ. Δημήτρη Παντερμαλή. Μετά τη δημιουργία και την οργάνωση του Μουσείου πιστεύω ότι δεν χρειάζεστε το Βρετανικό Μουσείο για να “φυλάει” τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Πρέπει να επιστραφούν. Το ίδιο δεν πρέπει να συμβεί με το Μουσείο της Περγάμου στο Βερολίνο;».
– Σας ικανοποιεί η σημερινή κατάσταση του ναού της Αγίας Σοφίας; «Αυτή ήταν μια πολύ σημαντική κίνηση του Κεμάλ Ατατούρκ: να μετατρέψει τον ναό σε μουσείο για την ανθρωπότητα. Από τη στιγμή, λοιπόν, που ο συγκεκριμένος ναός μετατράπηκε σε μουσείο, θα πρέπει να συνεχίσει να παραμένει έτσι. Δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για θρησκευτική λειτουργία ή για άλλον σκοπό. Κανείς δεν θα πρέπει να κάνει εκεί οποιασδήποτε μορφής προσευχή. Και ο ίδιος ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος δεν το πίεσε ποτέ αυτό το θέμα. Είναι ένας πολύ σοφός άνθρωπος».
– Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίζει το Τοπ Καπί;
«Εχουμε 3 εκατομμύρια επισκέπτες κάθε χρόνο. Είναι ένα μουσείο στο οποίο παρατηρείται συνωστισμός. Πρέπει να δημιουργήσουμε νέους χώρους για τη Βιβλιοθήκη και την αποθήκευση των κειμηλίων από πορσελάνη και βεβαίως να αυξήσουμε τις τιμές. Εχουμε πολύ χαμηλό εισιτήριο».
– Κατά πόσο συνέβαλε στην εμβέλειά του η ομότιτλη ταινία του Ζυλ Ντασσέν από το 1964;
«Κάποτε πριν από 40 χρόνια η ταινία είχε βοηθήσει πραγματικά το μουσείο. Σήμερα κάποιοι επιχειρούν να γυρίσουν νέα ταινία με το ίδιο θέμα αλλά πιστεύω ότι δεν θα μπορέσουν να πετύχουν κάτι ανάλογο. Η ταινία εκείνη ήταν μοναδική και η Μελίνα Μερκούρη υπέροχη».
TΟΠ KΑΠΙ,ΕΝΑ ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ ΣΤΟΛΙΔΙ
\344 Το αχανές παλάτι Τοπ Καπί έχει ιστορία αιώνων. Χτισμένο σε έναν λόφο που «βλέπει» στον Βόσπορο και στην ακρόπολη του αρχαίου Βυζαντίου, το Τοπ Καπί ήταν η επίσημη κατοικία των σουλτάνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τα μέσα του 15ου αιώνα ως και την κατασκευή του παλατιού Ντολμά Μπαχτσέ το 1853.
\344 Τα τείχη που περιβάλλουν το παλάτι ανεγέρθηκαν περίπου το 1460 και η κατασκευή τους ολοκληρώθηκε το 1478. Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής ήταν εκείνος που μεταξύ 1530 και 1560 χάρισε στο παλάτι την παροιμιώδη… μεγαλοπρέπειά του. Σε ολόκληρο το κτίριο επικρατούσε άκρα σιωπή και οι χιλιάδες φρουροί του έμοιαζαν με αγάλματα.
\344 Τρεις αυλές χώριζαν το Τοπ Καπί σε ισάριθμες περιοχές. Η πρώτη, ανοιχτή στο κοινό για ακροάσεις, κατέληγε στην Πύλη του Χαιρετισμού. Εκεί ο σουλτάνος επιδείκνυε τα κομμένα κεφάλια των αυλικών που είχαν περιπέσει σε δυσμένεια. Δίπλα βρισκόταν μια βρύση όπου ο δήμιος έπλενε τα σύνεργα της «δουλειάς». Η δεύτερη ανήκε στο Ντιβάνι, δηλαδή στο κυβερνητικό συμβούλιο. Στην τρίτη περιοχή, την αυστηρά προσωπική, βρισκόταν το χαρέμι. Το αποτελούσαν 300 γυναίκες ειδικά εκπαιδευμένες για να υπηρετούν τον σουλτάνο.
\344 Από το 1924 το άλλοτε κυβερνητικό κέντρο λειτουργεί ως μουσείο και περιλαμβάνεται στα μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UΝΕSCΟ.