Ακούγοντας έναν συγγραφέα να μιλάει για άλλους συγγραφείς γνωρίζεις πιο καλά τον ίδιο τον συγγραφέα. Παρακολουθείς τι εκθειάζει, τι τον δυσαρεστεί, πώς κρίνει τη δουλειά των ομοτέχνων του και τελικά καταλαβαίνεις πιο πολλά για τη δική του δουλειά παρά για τα υπό συζήτηση πρόσωπα.

Τα κείμενά του είναι τυχαία, δεν υπακούουν σε ένα σχέδιο, ο ίδιος τα παρομοιάζει με «χιόνι ή κομφετί που πέφτουν πυκνά, μεταμφιεσμένα σε δοκίμια, βιογραφίες, συνομιλίες ή απλά αφηγήματα». Τα περισσότερα κείμενα αναφέρονται στο σινάφι. Χαίρεται να ονομάζει «σινάφι» τους ομοτέχνους του, έχει την αίσθηση ότι οι συγγραφείς μοιάζουν με τους ξυλουργούς, τους σοβατζήδες, τους ηλεκτρολόγους, ανθρώπους που δουλεύουν με τα χέρια όπως και οι συγγραφείς.

Ενα μέρος από τα κείμενά του αφορά πρόσωπα μυθικά για τους νεότερους που τον σημάδεψαν στην εξέλιξή του, διαμόρφωσαν τις απόψεις του για την τέχνη και κάποια από αυτά τον προσανατόλισαν στον δύσκολο δρόμο της συγγραφής. Η μύησή του αρχίζει από το θέατρο. Εν αρχή είναι ο Τενεσί Γουίλιαμς.

Ο Μένης Κουμανταρέας φωτογραφίζεται σε στιγμή χαλάρωσης στο σπίτι του

Θα δει τον «Γυάλινο κόσμο» με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον Κάρολο Κουν στον ρόλο του ονειροπαρμένου Τομ που θα τον καθηλώσει, θα του δείξει κάτι από τον εαυτό του, «παράταιρος μέσα στο ίδιο του το σπίτι- είμαι κι εγώ αλλά δεν το ξέρω», θα πει. Αυτό όμως που θα τον συγκλονίσει είναι το «Λεωφορείον ο Πόθος» με τη Μελίνα στον ρόλο της Μπλανς Ντυμπουά. Η ηρωίδα είναι «το μεγαλύτερο άλλοθι για τους απανταχού κατατρεγμένους και καταπιεσμένους σεξουαλικά» και τον επηρεάζει όσο κανείς άλλος ήρωας του θεατρικού ρεπερτορίου.

Αναφέρεται στην ομάδα Κουν, Χατζιδάκι, Τσαρούχη λέγοντας ότι «ξεκινώντας από την ομοφυλοφιλία τους χωρίς να την κάνουν σημαία ανέβασαν τον κοινό λαϊκό άνθρωπο, τα ντέρτια του, τα τραγούδια του, τον ψυχισμό του και τον έφεραν από τις λαϊκές γειτονιές στα καλά σπίτια του Κολωνακίου». Αναγνωρίζει μια προσωπική οφειλή σε αυτό, αφού και η μεσαία τάξη στην οποία ανήκε και ο Μένης Κουμανταρέας, άνθρωποι που έμεναν στην Κυψέλη, στην Πατησίων και στην πλατεία Βικτωρίας επικοινώνησαν με ανθρώπους που τους «θέλανε μέχρι τότε μόνο για υπηρετικό προσωπικό».

Εκείνο που μου αρέσει στον Μένη Κουμανταρέα είναι η αμφισημία του. Κατορθώνει να πει αυτό που σκέπτεται με έναν τέτοιον τρόπο που να μπορεί να ιδωθεί από πολλές όψεις. Διαθέτει ένα κριτικό πνεύμα ακόμη και απέναντι στους φίλους του, τον Γιώργο Χρονά («έχει σχηματίσει τον θίασο των ινδαλμάτων του φθάνοντας κάποτε να τα εξυμνεί σε βαθμό κατάχρησης και υπερβολής»), τον Πέτρο Τατσόπουλο («τα κείμενά του λάμπουν από εξυπνάδα, κάποτε υπερβολική»), τον Αλέκο Φασιανό («λένε ότι επαναλαμβάνεται αλλά μήπως και ο Βιβάλντι δεν κατηγορήθηκε ότι έγραφε πάντα το ίδιο κοντσέρτο;»).

Ισως η μεγάλη σημασία αυτών των κειμένων να βρίσκεται σε εκείνα τα μέρη που μιλάει για ομοτέχνους, ξεχασμένους από τον καιρό. Θα ανατρέξει στον περίτεχνο αφηγηματικό λόγο του Ιωάννου, θα τον χαρακτηρίσει μια βαθιά διχασμένη φύση, έναν Βυζαντινό στα χρόνια μας, και θα απαντήσει σε αυτούς που τον κατηγορούν ως υπερβολικά προσκολλημένο στην ελληνική παράδοση: «Μήπως όλοι αυτοί που τοποθετούν τη δράση των μυθιστορημάτων τους στην Πράγα ή στο Βερολίνο είναι πιο κοσμοπολίτες από τον Τζόυς που έγραψε μόνο για το Δουβλίνο;». Ομοίως θα υπερασπιστεί τον Μ. Καραγάτση και θα υπενθυμίσει στους επικριτές του ότι τον Μίτια τον έχει κρίνει ο χρόνος, όπως και τον Κώστα Ταχτσή, θυμίζοντας ότι το έργο του απελευθέρωσε τους νεότερους πεζογράφους από τα δεσμά της καλλιγραφίας και της φιλολογίας κτλ.

Τέλος, ο Μένης Κουμανταρέας θα μιλήσει για την ίδια την τέχνη του: «Γράφω όταν είμαι θλιμμένος», ενώ τον θέλγουν οι ήρωες σε πτώση. Ισως γιατί και αυτός στη ζωή του «ένιωσε απελπισία, να αυτοκτονεί σε μικρές δόσεις, απειροελάχιστες, που δεν φαίνονται διά γυμνού οφθαλμού».