Αντίθετα με ό,τι πιστεύουν σήμερα οι περισσότεροι βιολόγοι, οι ελέφαντες που βόσκουν στην αφρικανική σαβάνα δεν ανήκουν στο ίδιο είδος με τους ελέφαντες της αφρικανικής ζούγκλας: νέα γενετική μελέτη δείχνει ότι τα δύο παχύδερμα διαφέρουν μεταξύ τους «όσο διαφέρει ο ασιατικός ελέφαντας από τα μαμούθ».
Το ερώτημα του εάν οι αφρικανικοί ελέφαντες ανήκουν όλοι στο ίδιο είδος προβληματίζει τους βιολόγους εδώ και δεκαετίες. Στην προσπάθεια να επιλυθεί αυτή η διαμάχη, ένα πρώτο στοιχείο είναι οι σημαντικές εμφανισιακές διαφορές: ο ελέφαντας της σαβάνας, με βάρος έως και επτά τόνους, είναι διπλάσιος σε μέγεθος από τον συγγενή του που ζει στα δάση.
Παρόλα αυτά, οι περισσότεροι επιστήμονες θεωρούν ότι πρόκειται απλώς για διαφορετικά υποείδη του ίδιου είδους. Το βασικό επιχείρημα είναι ότι οι ελέφαντες του δάσους και της σαβάνας μπορούν να διασταυρωθούν και να δώσουν βιώσιμους απογόνους.
Διαφορετική είναι όμως η εικόνα που προκύπτει από τη νέα μελέτη, την οποία δημοσιεύουν στο PLoS Biology ερευνητές από τα πανεπιστήμια του Χάρβαρντ, του Ίλινοϊ και της Υόρκης.
Η έρευνα συνέκρινε τα γονιδιώματα του αφρικανικού ελέφαντα (Loxodonta africana) και του ασιατικού ελέφαντα (Elephas maximus) με το DNA δύο εξαφανισμένων συγγενών τους: το τριχωτό μαμούθ (Mammuthus primigenius) και το αμερικανικό μαστόδοντο (Mammut americanum).
«Το αποτέλεσμα που προκαλεί έκπληξη είναι ότι οι αφρικανικοί ελέφαντες των δασών και της σαβάνας -για τους οποίους ορισμένοι έχουν υποστηρίξει ότι ανήκουν στο ίδιο είδος- διαφέρουν μεταξύ τους όσο διαφέρουν όσο και οι ασιατικοί ελέφαντες και τα μαμούθ» δήλωσε ο Ντέιβιντ Ράιχ της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ.
Όπως αναφέρει το AFP, τα γενετικά ευρήματα δείχνουν μάλιστα ότι τα δύο αφρικανικά είδη άρχισαν να αποκλίνουν μεταξύ τους πολύ παλιά, πριν από 2 έως 7 εκατομμύρια χρόνια.
«Το σχίσμα ανάμεσα στους αφρικανικούς ελέφαντες της σαβάνας και των δασών είναι σχεδόν το ίδιο παλιό με το σχίσμα ανάμεσα στον άνθρωπο και τον χιμπατζή» σχολίασε ο Μ.Χοφράιτερ του Πανεπιστημίου της Υόρκης στη Βρετανία.
Τα συμπεράσματα της σύγκρισης, επισημαίνουν οι ερευνητές, έχουν σημασία για τις προσπάθειες προστασίας των αφρικανικών παχύδερμων, τα οποία κατατάσσονται σήμερα στα «ευάλωτα» είδη.