Την περασμένη Τετάρτη η Moody’s προειδοποίησε για πιθανή υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ισπανίας. Την επομένη προειδοποίησε για (άλλη μία) υποβάθμιση της Ελλάδας, ενώ την Παρασκευή, υποβάθμισε την Ιρλανδία κατά… πέντε βαθμίδες αξιολόγησης. Αλλά και η Standard & Poor’s θέτει υπό επανέλεγχο την αξιολόγηση της Ιρλανδίας, όπως άλλωστε και της Πορτογαλίας και της Ελλάδας. Οι αναλυτές τώρα – φευ, και οι επενδυτές – φοβούνται ότι επόμενοι στόχοι των οίκων αξιολόγησης θα είναι το Βέλγιο και αυτή ακόμη η Γαλλία! Είναι προφανές ότι στο στόχαστρό τους οι οίκοι αξιολόγησης δεν έχουν βάλει μεμονωμένες χώρες-μέλη της ευρωζώνης. Έχουν βάλει την ευρωζώνη στο σύνολό της.

Δεν είναι τυχαίο ότι για να ασφαλίσουν οι κυβερνήσεις του Παρισιού και των Βρυξελλών τα ομόλογα που εκδίδουν πρέπει να πληρώσουν υψηλότερα ασφάλιστρα από όσα καλείται να πληρώσει η κυβέρνηση της Πράγας ή ακόμη και του Σαντιάγο! Βεβαίως η αξιολόγηση των οικονομιών της Τσεχίας και της Χιλής είναι από τους λεγόμενους «οίκους» είναι χαμηλότερη και από τις αξιολογήσεις της Γαλλίας και του Βελγίου. Οι εν τη ευρεία εννοία αγορές, δηλαδή, θεωρούν πιθανότερο ενδεχόμενο την πτώχευση των οικονομιών της Τσεχίας και της Χιλής από την πτώχευση των οικονομιών της Γαλλίας και του Βελγίου. Τι συμβαίνει, λοιπόν, με τα διαβόητα CDS; Και με τους οίκους αξιολόγησης, βεβαίως, που έχουν ξεκινήσει ένα πρωτοφανές υποτιμητικό παιχνίδι εις βάρος της ευρωζώνης και του ευρώ βεβαίως – ασχέτως αν το κοινό νόμισμα διατηρεί σε γενικές γραμμές την ισχύ του έναντι του δολαρίου και των άλλων νομισμάτων για λόγους όμως επίσης «ύποπτους»;

«Κάθε εθνική οικονομία με δημοσιονομικές ανισορροπίες και υπερβάσεις ενδεχομένως θα υποστεί τις συνέπειες της «χαλαρής» αντιμετώπισης των δημοσίων οικονομικών της και θα τιμωρηθεί την χρονιά που έρχεται»

, σημειώνει μιλώντας στο πρακτορείο Bloomberg ο Τόμπι Νανγκλ, ο οποίος διαχειρίζεται περί τα 46 δισ. δολάρια για λογαριασμό της Baring Asset Management στο Λονδίνο. Και εξηγεί: «Η πιθανότητα να πέσει η Γαλλία από την υψηλότερη βαθμίδα αξιολόγησης Αaa δεν ανιχνεύεται προσώρας στις αγορές, αλλά κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι η δεύτερη, μετά από τη γερμανική, οικονομία της ευρωζώνης θα διατηρήσει τα κεκτημένα».

Ως γνωστόν, στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου την περασμένη εβδομάδα οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποφάσισαν τη δημιουργία ενός διαρκούς μηχανισμού διαχείρισης των κρίσεων που θα τεθεί σε εφαρμογή το 2013, αλλά η πρωτοβουλία τους δεν φάνηκε να καθησυχάζει τους οίκους και εν γένει τις αγορές, η εμπιστοσύνη των οποίων μοιάζει να έχει κλονιστεί όχι μόνο έναντι των οικονομιών της ευρωζώνης αλλά και έναντι της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης της Ευρώπης, μία και πλέον δεκαετία μετά τη δημιουργία της και εννέα χρόνια μετά από τη «φυσική» κυκλοφορία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος.

Ο Ραλφ Αρενς, που διαχειρίζεται 20 δισ. δολάρια για λογαριασμό της Frankfurt Trust, προσπαθεί να εξηγήσει τη συλλογιστική των οίκων και των αγορών εν γένει: «Αν τα προβλήματα της ευρωζώνης δεν λυθούν σύντομα, το κόστος εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων των κρατών-μελών, όχι μόνο των υπερχρεωμένων αλλά και όσων διαθέτουν οιονεί ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, θα συνεχίζει να αυξάνεται και να ανατροφοδοτεί το φαύλο κύκλο των υποβαθμίσεων». Ο γερμανός διαχειριστής συμφωνεί με τον προλαλήσαντα βρετανό συνάδελφό του ότι η Γαλλία βρίσκεται υπό την απειλή υποβάθμισης!

Γιατί, όμως, η Γαλλία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος των «ειδικών», παρά τις ειλικρινείς προσπάθειες που καταβάλλει για να περιορίσει τα ελλείμματά της και να εξορθολογικοποιήσει τα δημόσια οικονομικά της; Διότι οι γαλλικές τράπεζες έχουν επενδύσει τεράστια ποσά σε υπερχρεωμένες χώρες εταίρους στην ευρωζώνη – είναι χαρακτηριστικό ότι η αξία μόνο των ελληνικών ομολόγων που κατέχουν οι γαλλικές τράπεζες υπολογίζεται σε 72 δισ. ευρώ, ενώ οι γερμανικές κατέχουν ελληνικά ομόλογα περίπου 54 δισ. ευρώ.

«Οι γαλλικές τράπεζες είναι οι μεγαλύτεροι κάτοχοι κρατικών ομολόγων των λεγόμενων περιφερειακών κρατών της ζώνης του ευρώ και ως εκ τούτου εκθέτουν τη γαλλική οικονομία σε ένα συστημικό ρίσκο»

, εξηγεί επίσης στο Bloomberg ο Μάρκους Ερνστ της UniCredit SpA στο Μόναχο. Ευλόγως το κόστος ασφάλισης του γαλλικού χρέους (των ομολόγων που εκδίδει το γαλλικό υπουργείο Οικονομικών δηλαδή) τριπλασιάστηκε την χρονιά που φεύγει και βρίσκεται στις 102 μονάδες βάσης (έχοντας «χτυπήσει» το ρεκόρ των 105 μονάδων βάσης στις 30 Νοεμβρίου). Ε, σύμφωνα με τη νεοϋορκέζικη εταιρεία κεφαλαιακών ερευνών CMA, ένα τόσο υψηλό κόστος ασφάλισης κρατικού χρέους για να δικαιολογείται θα πρέπει (θεωρητικά βεβαίως) η αξιολόγηση της οικονομίας από τη Moody’s, για παράδειγμα, να είναι Βaa1. Δηλαδή… επτά βαθμίδες χαμηλότερα από το τριπλό Α που απολαμβάνει σήμερα – αλλά για πόσο άραγε; – η Γαλλία. Σημειωτέον ότι εντός της εβδομάδος η γαλλική κυβέρνηση πρόκειται να εκδώσει ομόλογα συνολικής αξίας 5 δισ. ευρώ.