Η αίσθηση, συγκροτημένη ή χαώδης, της ταυτότητας του υποκειμένου είναι διιστορική. Ερχεται από μακριά και «από μέσα». Αλλά η αίσθηση αυτή δεν προδικάζει το νόημά της. Αυτό εκφράζεται με λέξεις, γεννιέται από την ιστορία και εξελίσσεται μέσα στις συγκεκριμένες κοινωνίες. Ετσι είναι εντελώς αξιοσημείωτο ότι ως πρόσφατα το ζήτημα της ταυτότητας απασχολούσε σχεδόν αποκλειστικά τον φιλοσοφικό στοχασμό. Για τον καθημερινό λόγο παρέμενε αυτονόητο. Οι απαντήσεις στα ερωτήματα «ποιος» και «τι» είναι ο κάθε άνθρωπος, τι σημαίνουν οι ταυτότητες και τι «συνεπάγεται» η διαφορά του καθένα από τους άλλους δεν είχαν πολιτικές και ιδεολογικές συνδηλώσεις. Οντας διακριτός από τους άλλους, ο κάθε άνθρωπος αρκούνταν στο να ακολουθεί τη δική του μοίρα.
Με την «εισβολή» του προβληματισμού γύρω από το «δικαίωμα στη διαφορά», την εμμονή στην «πολιτιστική αυτοδιάθεση» και την πιεστική ανάδυση των αιτημάτων για αναγνώριση, τα πράγματα φαίνεται να αλλάζουν δραματικά. Στο εξής ο άνθρωπος δεν αναγνωρίζεται απλώς ως «εκ φύσεως» διακριτός από τους συνανθρώπους του. Προικίζεται επιπλέον με το πρωτόγνωρο ατομικό «δικαίωμα» στην αυτοδιαφοροποίηση. Η ετερότητα αναδεικνύεται σε μείζον ιδεολογικό και πολιτικό ζήτημα. Και αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά.
Με την ακαριαία μεταβίβαση πληροφοριών, γνώσεων και κεφαλαίων, την κατάρρευση των οικονομικών και ιδεολογικών συνόρων και την αποσάθρωση της συμβολικής πρωτοκαθεδρίας των εθνικών-κρατικών κοινωνιών, ο κόσμος που κάποτε γνωρίζαμε δεν υπάρχει πια. Η εμβέλεια των φαντασιακών κοινοτήτων γύρω από τις οποίες συγκροτούνταν οι ομοιογενείς συλλογικές ταυτότητες βρίσκεται σε προϊούσα αποδρομή. Τα «Εμείς» που μας ακολουθούν από τη γέννηση ως τον θάνατο δεν λειτουργούν ως σταθερές μήτρες αυτογνωσίας.
Υπό τους όρους αυτούς το ζήτημα της σχέσης του εαυτού και του άλλου, του ατόμου και της κοινωνίας, του μέρους και του Ολου θα τεθεί σε νέες βάσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι τα αιτήματα για κοινωνική δικαιοσύνη, αλληλεγγύη και ανακατανομή πόρων και εισοδημάτων υποχωρούν, το «κοινωνικό ζήτημα» εξαφανίζεται από το πολιτικό λεξιλόγιο, οι άτυπες μορφές κοινωνικής αμοιβαιότητας αποδυναμώνονται και η σημασία των συμβολικών ανταλλαγών υποχωρεί. Το κάθε άτομο χωριστά αντιμετωπίζεται πλέον ως αποκλειστικά αρμόδιο για τον προγραμματισμό και την επίτευξη της επιβίωσης, της επιτυχίας και της προκοπής του. Μόνος και αυτεξούσιος, αλλά αβοήθητος, ο καθένας αποφασίζει και δρα αυτόνομα και υπεύθυνα με μόνο γνώμονα τη μεγιστοποίηση των ατομικών του προοπτικών. Οποιος δεν τα καταφέρει θα θεωρηθεί άξιος της μοίρας του. Οι αποκλεισμένοι, οι μη απασχολήσιμοι, οι αποτυχημένοι και οι άτυχοι δεν έχουν να μέμφονται παρά μόνο την ανικανότητα και την απρονοησία τους. Οι κοινωνίες δεν χρειάζεται πια να εμφανίζονται συνεκτικές ή αλληλέγγυες.
Εδώ ακριβώς, πιστεύω, πρέπει να αναζητηθούν οι ρίζες της τρέχουσας μετατόπισης των όρων πρόσληψης του Εμείς. Η μοναχική αγωνία των σωρευόμενων «θυμάτων» του αδυσώπητου ανταγωνισμού θα αντιμετωπισθεί μέσα από νέες ιδέες και νέες εκλογικευτικές διεξόδους. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι η ανάδυση του δικαιώματος στη διαφορά προτάσσεται σαν αντιστάθμισμα στην προϊούσα απομείωση της λειτουργίας του δεδομένου συνεκτικού Ολου. Αποδεσμευμένος από την αυτονόητη εθνική συλλογική του ταυτότητα, ο άνθρωπος καλείται να κατασκευάσει ελεύθερα τις φαντασιακές του ταυτίσεις, να δημιουργήσει τις δικές του ομάδες αναφοράς και να πλέξει ο ίδιος τον μίτο που θα του επιτρέψει να αναζητήσει την έξοδο από τον λαβύρινθο, μόνος και δίχως να ζητάει τίποτα από κανέναν.
Δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε τις υφέρπουσες σκοπιμότητες. Επανονομάζοντας τα πράγματα, τις αξίες και τις προτεραιότητες, οι εξουσίες υπηρετούν πάντα τους ανομολόγητους στόχους τους. Από τη στιγμή που τα ελεύθερα άτομα δεν εθίζονται στην ιδέα ότι οφείλουν να ζουν μαζί και από κοινού με τους άλλους, ανοίγει ο δρόμος για νέα πρότυπα συμπεριφοράς και νέους αξιακούς αυτοματισμούς.
Στο σημείο ακριβώς αυτό αναδύεται, πιστεύω, ο αμφίσημος χαρακτήρας της άνευ όρων προώθησης των ατομικών δικαιωμάτων στη διαφορά, στην αναγνώριση και στην πολιτιστική αυτοδιάθεση. Εκ πρώτης βέβαια όψεως, ως εξέλιξη μιας πάντα ανολοκλήρωτης ανθρώπινης χειραφέτησης, η προβολή αυτών των αιτημάτων δεν μπορεί παρά να είναι ευπρόσδεκτη. Κανείς βέβαια δεν μπορεί να αντιτίθεται στη διεύρυνση των πεδίων της ελευθερίας του ανθρώπου. Από τη στιγμή όμως που απισχναίνονται τα θεμελιώδη προτάγματα της γενικής κοινωνικής αλληλεγγύης και αμοιβαιότητας χάριν επιλεκτικών και μερικών μορφών ταύτισης, συσσωμάτωσης και αυτοπραγμάτωσης, το οικουμενικό χειραφετητικό σχέδιο τίθεται υπό αίρεσιν… Δεν είναι τυχαίο ότι τις περισσότερες φορές τα ατομικά δικαιώματα στη διαφορά και στην πολιτιστική αυτοδιάθεση προτάσσονται κατά προτεραιότητα ή ακόμη και ανεξάρτητα από το «γενικό συμφέρον». Είναι γεγονός ότι τουλάχιστον επί του παρόντος η καταξίωση της ατομικής ετερότητας δεν ενισχύει την αμοιβαιότητα αλλά την αποδυναμώνει.
Ο κίνδυνος που σοβεί είναι λοιπόν τεράστιος. Μια κοινωνία όπου ασκώντας το δικαίωμα στη διαφορά όλοι μπορούν να δρουν ως άνευ όρων έτεροι δεν χρειάζεται να λειτουργεί ούτε ως ενιαία ούτε ως συνεκτική ούτε ως αλληλέγγυα. Αυτή ακριβώς φαίνεται να είναι η υφέρπουσα δυναμική της νέας τάξης πραγμάτων. Η συνταγή δεν είναι βέβαια πρωτόγνωρη. Πάντα οι εξουσίες αποκρύπτουν τις προθέσεις τους πίσω από ευγενείς και αδιάβλητες ιδέες επιτρέποντας στην ιστορία να υλοποιεί την εγγενή πανουργία της με τον πιο ανέξοδο τρόπο. Δίχως καν να γίνεται αντιληπτό, το ευγενές πρόταγμα της ανθρώπινης χειραφέτησης είναι κάλλιστα δυνατόν να εκτραπεί στο αντίθετό του. Αυτό όμως συνιστά την ύψιστη ίσως ιστορική Υβρη. Και όπως μας δίδαξαν οι αρχαίοι, η Υβρη ενεργοποιεί τη Νέμεση.
Αποσπάσματα από κείμενο παρέμβασης στους «Διαλόγους των Αθηνών» του Ιδρύματος Αλέξανδρος Ωνάσης. Τo καινούργιο βιβλίο του Κ. Τσουκαλά Η επινόηση της ετερότητας κυκλοφορεί προσεχώς από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας.