Η πρωτοβουλία τής Αρχιεπισκοπής Αθηνών να οργανώσει σε συνεργασία με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών συναυλία στον μεγαλοπρεπή ναό τού Αγίου Παντελεήμονα αποτελεί προφανώς οφειλετική ανταπόκριση στα αιτήματα των κληρικών και των πιστών τής σημαντικής αυτής ενορίας, η οποία δοκιμάζεται από τα οξύτατα προβλήματα της αθρόας συρροής ξένων μεταναστών στην ευρύτερη περιοχή. Η πρόσκληση του Προέδρου τής Δημοκρατίας και η παρουσία τού Αρχιεπισκόπου Αθηνών υποδηλώνουν την ιδιαίτερη σημασία, η οποία αποδόθηκε στην εκδήλωση για την υποστήριξη της δύσκολης αποστολής τής συγκεκριμένης ενορίας. Ετσι, το πρόγραμμα της συναυλίας προσαρμόσθηκε στην ιερότητα του χώρου με την επιλογή χριστουγεννιάτικων εκκλησιαστικών ύμνων και εκλεκτών συνθέσεων του Μ. Θεοδωράκη, οι οποίοι αποδόθηκαν με υπέροχο τρόπο από τους Μάστορες της Ψαλτικής Τέχνης, την Ορχήστρα Φίλων τής Μουσικής Καμεράτα, τον Γ. Νταλάρα και τη Χορωδία τής ΔΕΗ. Η συρροή των πιστών τής ενορίας μέσα και έξω από τον Ναό επιβεβαιώνει την ποιμαντική αναγκαιότητα της πρωτοβουλίας.

Εν τούτοις, ορισμένες οργανωμένες ομάδες πιστών εξέφρασαν την αντίθεσή τους για την πρωτοβουλία αυτή με πρόσχημα είτε τη χρησιμοποίηση εγχόρδων οργάνων μέσα στον ναό σε συναυλία ή και την παρουσία μεταναστών στην περιοχή τού Αγίου Παντελεήμονα. Η προσχηματική επίκληση των συγκεκριμένων λόγων, οι οποίοι είχαν τυπωθεί και σε διανεμόμενα φυλλάδια έξω από τον Ναό, είναι προφανής. Αν δηλαδή δεν είχαν χρησιμοποιηθεί έγχορδα όργανα (μπουζούκια) ή αν δεν παρίσταντο μετανάστες, τότε δεν θα υπήρχαν λόγοι αντιδράσεων κατά της συναυλίας.

Είναι γνωστό ότι η χρήση πνευστών, κρουστών ή εγχόρδων οργάνων είναι απαγορευμένη στην ορθόδοξη λατρεία, αλλ΄ ούτε η μουσική συναυλία έχει τον χαρακτήρα λατρευτικής ακολουθίας ούτε η διακριτική χρήση μουσικών οργάνων σε μία συναυλία βεβηλώνει την ιερότητα του χώρου. Οποιαδήποτε αντίθετη άποψη, αν δεν προέρχεται από προσωπικούς λόγους διαφωνίας, δεν θα μπορούσε να υποστηριχθή με σοβαρά εκκλησιαστικά επιχειρήματα για να θεωρηθεί αξιόπιστη.

Είναι γνωστό ότι στον ιερό χώρο τού ναού παρουσιάζοντο τα «θρησκευτικά δράματα», ήτοι θρησκευτικές παραστάσεις με θέματα από την Αγία Γραφή και τη ζωή τού Χριστού, τα οποία, καίτοι δεν εντάχθηκαν στις Εκκλησιαστικές Ακολουθίες, ήσαν ιδιαίτερα προσφιλή στους πιστούς και έγιναν δεκτά από την Εκκλησία. Ετσι, ο κανονολόγος Πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών εξέφρασε τις επιφυλάξεις για ορισμένες υπερβολές των «δρωμένων» (ΡάλληΠοτλή, Σύνταγμα, ΙΙ, 494), ενώ ο Αγιος Συμεών Θεσσαλονίκης (ΡG 155, 112 εξ.) κατέκρινε τους Λατίνους όχι μόνο για ακρότητες αλλά και για την παρουσία τών «θρησκευτικών δραμάτων» εκτός του ναού, ήτοι «επί τριόδων και πλατειών» (ΡG 161, 1.106).

Η παρουσίαση λοιπόν των «θρησκευτικών δραμάτων» μέσα στον ναό θεωρήθηκε όχι μόνο αυτονόητη αλλά και επωφελής για τους πιστούς, γι΄ αυτό ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (1282-1328) τα χαρακτήριζε «τερπνά και ωφέλιμα». Συνεπώς, η οργάνωση μουσικής συναυλίας από την Εκκλησία στον κυρίως ναό τού Αγίου Παντελεήμονα για τους συγκεκριμένους σκοπούς, με ή και χωρίς έγχορδα όργανα, είναι μία πολυσήμαντη εκκλησιαστική πρωτοβουλία, η οποία δεν προσφέρεται για προσχηματικές και οπωσδήποτε αβάσιμες επικρίσεις για την προβολή ξένων προς την πνευματική αποστολή τής Εκκλησίας σκοπιμοτήτων.

* Ο κ. Βλάσιος Ι. Φειδάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.