Στο παιχνίδι της προώθησης των εξαγωγών μπαίνουν οι μεγάλοι τραπεζικοί όμιλοι, εκμεταλλευόμενοι την παρουσία που «έχτισαν» όλα τα προηγούμενα χρόνια στις οικονομίες της ΝΑ Ευρώπης, καθώς το πελατολόγιο των θυγατρικών τους αποτελείται από δυνητικούς αγοραστές των ελληνικών προϊόντων. Οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι η έξοδος από την τρέχουσα κρίση είναι δυνατή μόνο με την αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας, η οποία προϋποθέτει την ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας και της ανταγωνιστικότητάς της στις διεθνείς αγορές. Σύμφωνα με μελέτες, μια αύξηση της τάξης του 4% στις εξαγωγές θα επιφέρει μεσοπρόθεσμα μια μόνιμη άνοδο του ελληνικού ΑΕΠ κατά 1%. Στα διοικητικά επιτελεία των τραπεζών θεωρούν ότι υπάρχουν σημαντικές προοπτικές βελτίωσης της εξαγωγικής δραστηριότητας, εκτιμώντας ότι είναι εφικτή μια ετήσια ενίσχυσή της κατά 15% τα επόμενα χρόνια. Σήμερα η αξία των ελληνικών εξαγωγών διαμορφώνεται στο 8% του ΑΕΠ από 10,5% στις αρχές της δεκαετίας, ενώ την ίδια περίοδο το μερίδιό τους στα συνολικά ευρωπαϊκά μεγέθη έχει μειωθεί κατά 24%.
Ο στόχος που έχει τεθεί στο υπουργείο Περιφερειακής Ανάπτυξης & Ανταγωνιστικότητας είναι η αύξησή τους στο 10% του ΑΕΠ ως και το 2012 και στο 16% ως το 2014. Σε πρόσφατη ομιλία του ο υπουργός Μ. Χρυσοχοΐδης τόνισε ότι «για πρώτη φορά καταρτίζεται ένα συνεκτικό σχέδιο που καλύπτει συνολικά την έννοια της εξωστρέφειας και όλες τις παραμέτρους της. Από την υιοθέτηση ενός εθνικού brand ως την ανασύνταξη των δημόσιων φορέων που υπηρετούν την εξωστρέφεια».
Για τον λόγο αυτόν η κυβέρνηση προχωρεί μέσα στο πρώτο τρίμηνο της νέας χρονιάς στη δημιουργία ενός ταμείου εξωστρέφειας, το οποίο θα ενισχύει τη ρευστότητα των εξαγωγικών επιχειρήσεων.
Τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν ενεργοποιηθεί για την προώθηση των ελληνικών προϊόντων στο εξωτερικό. Οι θυγατρικές τους μπορούν να λειτουργήσουν παράλληλα με τις υπηρεσίες του υπουργείου Εξωτερικών με στόχο τη στήριξη της Ελλάδας στα διεθνή δίκτυα, την αποτελεσματική προώθηση των ελληνικών συμφερόντων και τη διεύρυνση της παρουσίας των ελληνικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό. Βασική προτεραιότητα στην τρέχουσα συγκυρία αποτελεί η αξιοποίηση κάθε δυνατής συνέργειας με τον Οργανισμό Προώθησης Εξαγωγών (ΟΠΕ), το Ιnvest in Greece Αgency, τον ΕΟΤ, τα Επιμελητήρια, τους Συνδέσμους Εξαγωγέων και τους λοιπούς αρμόδιους οργανισμούς.
Στο πλαίσιο αυτό η Εurobank ξεκίνησε συνεργασία με τους τρεις εξαγωγικούς φορείς της χώρας, τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Εξαγωγέων (ΠΣΕ), τον Σύνδεσμο Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ) και τον Σύνδεσμο Εξαγωγέων Κρήτης (ΣΕΚ), με τους οποίους προχωρεί στην εκπόνηση και συνδιοργάνωση ενός Προγράμματος Επιχειρηματικών Συναντήσεων σε όλες τις χώρες της ΝΑ Ευρώπης όπου ο Ομιλος έχει παρουσία (Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία, Πολωνία, Ουκρανία, Τουρκία και Κύπρο) και μπορεί να αξιοποιήσει τα πελατολόγια των θυγατρικών του.
Πρόκειται για το Πρόγραμμα Προώθησης Οικονομικής Συνεργασίας που ονομάστηκε από την τράπεζα «GΟ ΙΝΤΕRΝΑΤΙΟΝΑL». Πιλοτική εφαρμογή του αποτέλεσε η επιτυχής διοργάνωση της Εκθεσης «Τροφίμων και Ποτών» στο Βουκουρέστι τον Φεβρουάριο του 2010, σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ), όπου πραγματοποιήθηκαν 352 επιχειρηματικές συναντήσεις μεταξύ ελλήνων εξαγωγέων και ρουμάνων εισαγωγέων. Η πρώτη Επιχειρηματική Συνάντηση του «GΟ ΙΝΤΕRΝΑΤΙΟΝΑL» θα πραγματοποιηθεί στην Κύπρο, στις 7 και 8 Φεβρουαρίου, με την οργάνωση μιας πολυκλαδικής επιχειρηματικής αποστολής, η οποία θα περιλαμβάνει και Forum.
Μπορούμε να κερδίσουμε το χαμένο έδαφος
Ο κ. Ν. Καραμούζης, αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Εurobank ΕFG, (φωτογραφία) εκτιμά ότι «με δεδομένη την πολύ χαμηλή βάση από την οποία ξεκινάμε, είναι δυνατή η επιστροφή των εξαγωγών στα επίπεδα της περασμένης δεκαετίας σε σχετικούς όρους, γεγονός που θα έχει ευεργετική πολλαπλασιαστική επίδραση στη συνολική ανάπτυξη της χώρας».
Κατά τον ίδιο, «η εξωτερική ανισορροπία της οικονομίας αποτυπώνεται στο μεγάλο και συνεχώς διευρυνόμενο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών,που παρά την ύφεση παραμένει επίμονα πάνω από το 10% του ΑΕΠ». Σύμφωνα με τον κ. Καραμούζη, πρόκειται για μια κατάσταση που αντανακλά σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες και κυρίως ένα έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, η οποία υποχώρησε κατά περίπου 20%- 25% από την ένταξή μας στο ευρώ.