Την ξανάδα, περίπου 20 χρόνια από τότε που την είχα πρωτοδεί στην τηλεόραση. Μου εστάλη σε DVD screener από την εταιρεία διανομής, και είναι κρίμα γιατί εφόσον με αφορμή τα 40 χρόνια από τη δημιουργία της μια ταινία-σταθμός όπως η «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου προβάλλεται και πάλι σε αίθουσα κινηματογράφου θα έπρεπε κανονικά να παρουσιαστεί σε μεγάλη οθόνη για την κριτική που της αρμόζει.

Οχι ότι η θέασή της στη μικρή οθόνη με ενόχλησε. Ανέκαθεν εκτιμούσα και αγαπούσα την «Αναπαράσταση», που σηματοδοτεί την αφετηρία του Αγγελόπουλου στον κινηματογράφο μεγάλου μήκους, και υποψιαζόμουν ότι, όπως συμβαίνει σε όλα τα σπουδαία έργα τέχνης, ο χρόνος δεν θα είχε σκονίσει ούτε την εκτίμηση αλλά ούτε και την αγάπη μου γι΄ αυτήν.

Βλέποντάς την, όμως, ένιωσα και πάλι, όπως τότε, να βυθίζομαι στο βροχερό, μουντό τοπίο της Ηπείρου που μέσα από την ασπρόμαυρη φωτογραφία του Γιώργου Αρβανίτη αποκτά μια άγρια ομορφιά. Ενιωσα να συμμερίζομαι ξανά τον βουβό θρήνο, την υπαρξιακή απόγνωση αλλά και τη σαρκική έλξη των δύο κεντρικών ηρώων (Τούλα Σταθοπούλου, Γιάννης Τότσικας), του παράνομου ζεύγους των εραστών που οδηγούνται στο έγκλημα δολοφονώντας τον σύζυγο της γυναίκας. Επιασα και πάλι τον εαυτό μου να θαυμάζει την αριστοτεχνική σκηνοθεσία του Αγγελόπουλου, τις πρωτοπόρες ιδέες του, το παιχνίδι του με τα πολλαπλά επίπεδα της ιστορίας.

Ως σκηνοθέτης ο Αγγελόπουλος κάνει θαύματα. Σε μία και μόνο ταινία καταφέρνει να υιοθετήσει όλα όσα έχουν επηρεάσει βαθύτατα τη σκέψη του διαμορφώνοντας τον μετέπειτα κινηματογραφικό κόσμο του. Σε συνάρτηση πάντα με την ελληνική γη και κουλτούρα, αφού η «Αναπαράσταση» έχει μια γεύση αρχαίας τραγωδίας φλερτάροντας κυρίως με την «Ορέστεια» του Αισχύλου, διακρίνεις σκιές από το αμερικανικό αστυνομικό νουάρ (ιδίως από το «Ο ταχυδρόμος χτυπά πάντα δυο φορές» του Τζέιμς Κέιν) ή από την ευχάριστη τρέλα της γαλλικής νουβέλ βαγκ, σε ό,τι τουλάχιστον αφορά το ανατρεπτικό για τα ελληνικά κινηματογραφικά δεδομένα σπάσιμο του δραματουργικού χρόνου.

Η αναπαράσταση του εγκλήματος που διευθύνει η Αστυνομία δεν συγχωνεύεται μόνο με την πραγματική ιστορία του παράνομου ζεύγους και στο πώς κατέληξε στο έγκλημα αλλά και με τα ρεπορτάζ των δημοσιογράφων που καλύπτουν την υπόθεση. Είναι σαφές ότι ο Αγγελόπουλος δεν ενδιαφέρεται για τη γραμμική εξιστόρηση μιας «ιστορίας» αλλά για μια ευρύτερη κοινωνιολογική μελέτη ενός τόπου μέσα από διαφορετικές «γωνίες λήψης» (διόλου τυχαία το φιλμ αφήνει συχνά την αίσθηση ντοκουμέντου). Αυτό το πρόσωπο της ελληνικής επαρχίας που θα απασχολήσει αργότερα τον Αγγελόπουλο στην πλειονότητα των ταινιών του εδώ σε σκλαβώνει. Γιατί μετά την «Αναπαράσταση» το ελληνικό ύπαιθρο δεν θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο στον ελληνικό κινηματογράφο.

gzoump@tovima.gr