Ποιους θα δαγκώσει άραγε άμα λυσσάξει ο Παντελής; Περί του Παντελή Καλιότσου ο λόγος, ο οποίος την παραπάνω δήλωση την είχε κάνει προ πολλού και την ξανακάνει ορθά κοφτά στο εξώφυλλο του τελευταίου του βιβλίου έχοντας μάλιστα τη λέξη «ΛΥΣΣΑΞΩ» γραμμένη με κεφαλαία. Ισως για να καταλάβουν οι πάντες πόσο μεγάλη θα είναι η λύσσα του και πόσο βαθιά η δαγκωματιά του έτσι και τον θυμώσουν, ίσως πάλι για να τρομάξει τα εγγόνια του και να φάνε όλο τους το φαΐ. «Η αυτοβιογραφία μου σαν μυθιστόρημα» γράφει με μικρά γράμματα κάτω από τον τίτλο. Από τον πρόλογο του βιβλίου ακόμη σημειώνει ότι «τη δεκαετία του 1960είχα αρχίσει να συντάσσω έναν ονομαστικό κατάλογο με κείνους που θα ήθελα να δαγκώσω σε περίπτωση που λυσσάξω – αφού βέβαια με δάγκωνε κι εμένα πιο πριν λυσσασμένος σκύλος».

Την ίδια χρονιά εγώ τελείωνα το γυμνάσιο

«Τη δεκαετία του 1960 είχα αρχίσει να συντάσσω έναν ονομαστικό κατάλογο με κείνους που θα ήθελα να δαγκώσω σε περίπτωση που λυσσάξω- αφού βέβαια με δάγκωνε κι εμένα πιο πριν λυσσασμένος σκύλος» γράφει ο Παντελής Καλιότσος

και αναχωρούσα για τις «φάμπρικες της Γερμανίας» μαζί με χιλιάδες άλλους, χωρίς να γνωρίζουμε ότι μας περίμεναν κι εμάς σκυλιά λυσσασμένα. Τη χρονιά λοιπόν που ο Παντελής είχε αρχίσει να συντάσσει τον κατάλογο για το ποιους θα δαγκώσει άμα λυσσάξει, εγώ το είχα σκάσει για τη Γερμανία και είχα αρχίσει να δαγκάνω κάθε είδους σκυλιά. Ζούσαμε έτσι οι δυο μας αρμονικά, χωρίς να γνωρίζει ο ένας τον άλλο, ώσπου εκεί, προς το τέλος της δεκαετίας του ΄80, είχα κατέβει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα για να εκδώσω ένα βιβλίο και τρακαριστήκαμε.

Βρισκόμουν στο γραφείο του Καστανιώτη, που τότε ήτανε μικρό και γεμάτο από ανθρώπους που μπαινόβγαιναν. Στεκόμουν όρθιος σε μια γωνιά και κοιτούσα, ώσπου κάποια στιγμή εμφανίστηκε στην πόρτα ένας παράξενος τύπος που έμοιαζε με τα θαλασσόσκυλα του Βορρά και κοιτούσε εμένα. Στο στόμα του δάγκωνε ένα σβησμένο τσιμπούκι και στο χέρι του κρατούσε ένα μεγάλο μπαστούνι, που δεν καταλάβαινες αν το ΄θελε για να στηρίζεται ο ίδιος ή για να γκρεμίζει τους άλλους. Αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το παράξενο μούσι του, που τέτοιο μόνο στο σινεμά είχα δει και μάλιστα σε ταινίες που είχαν να κάνουν με ναυτικούς της Βόρειας Θάλασσας και που οι τρίχες τους ξεκινούσαν από το σαγόνι σαν τους τράγους και φτάνανε μέχρι το στήθος. Το πρόσωπό του είχε το χρώμα του ήλιου την ώρα που δύει και ήμουν σίγουρος πως άμα τον πλησίαζα θα μύριζα θάλασσα και σάπιο ξύλο. Πλησίασα τον Καστανιώτη. «Ποιος είναι ο τύπος που στέκεται στην πόρτα;». Σήκωσε το κεφάλι για να δει. «Ο Καλιότσος. Καραβόσκυλο κι αυτός. Πάνε να τον χαιρετήσεις.Αν δεν σκοτωθείτε,μπορεί και να τα βρείτε». Τα βρήκαμε.

Κάποτε ο Καλιότσος πέταξε το τεφτέρι με τον ονομαστικό κατάλογο αυτών που ήθελε να δαγκώσει άμα λυσσάξει, γιατί «αυτός που δείχνει την αδυναμία του μπροστά στο κακό δεν μπορεί παρά μόνο να δείχνει τα δόντια του» είπε. «Επαψα να καταγράφω ονόματα καθώς κατάλαβα πως η οργή που κορυφώνεται ως την αρρώστια της λύσσας είναι ανίσχυρη όσο και μάταιη.Και περισσότερο ανίσχυρη γίνεται όταν διαπιστώνεις μια μέρα ότι φοράς μασέλα…» γράφει.

Ο Αντώνης Σουρούνης είναι συγγραφέας.