Εναν μεταβατικό ρόλο που θα φέρει έσοδα στο δημόσιο ταμείο μέσα από την εκμετάλλευση χώρου του πρώην Ανατολικού αεροδρομίου του Ελληνικού, φιλοδοξεί να διαδραματίσει η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με ασφαλείς και διασταυρωμένες πληροφορίες του «Βήματος», η ιστορική ΔΕΚΟ της Θεσσαλονίκης βρίσκεται σε προχωρημένες συζητήσεις με την Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης (ΕΤΑ) σε μία προσπάθεια να επιτευχθεί το τερπνόν μετά του ωφελίμου: Δηλαδή, αφ’ ενός η ανάκτηση της εκθεσιακής αγοράς των Αθηνών και αφ’ ετέρου η διεκδίκηση κερδών για το δημόσιο μέσα από την διοργάνωση εκθεσιακών εκδηλώσεων.

Οπως, άλλωστε, είχε εξαγγείλει ο πρόεδρος της ΔΕΘ, κ. Ι. Κωνσταντίνου σε συνέντευξή του στο «Βήμα» (12.9.2010), η δημόσια επιχείρηση της συμπρωτεύουσας διεκδικεί την επιστροφή της στην εκθεσιακή αγορά της Αττικής, καθώς, σύμφωνα με τον κ. Κωνσταντίνου, η ΔΕΘ δεν αποτελεί περιφερειακό, αλλά κεντρικό φορέα του κράτους. «Στόχος μας είναι να μην χαθεί ούτε ένα ευρώ από τα έσοδα του δημοσίου» αναφέρουν αρμόδιες πηγές που ασχολούνται με την υπόθεση. «Πρόθεση μας δεν αποτελεί το «καπάρωμα» της έκτασης Αντίθετα, θέλουμε να εγγυηθούμε ότι θα συνεχίσουμε να φέρνουμε έσοδα στο δημόσιο, μέχρι το κεντρικό κράτος να αποφασίσει τις τύχες του Ελληνικού» συμπληρώνουν οι ίδιες πηγές.

Όπως πληροφορείται το «Βήμα», η ΔΕΘ διαπραγματεύεται και βρίσκεται πολύ κοντά σε συμφωνία για την απόκτηση των λυόμενων εγκαταστάσεων που βρίσκονται πολύ κοντά στον παλιό, διατηρητέο Αεροσταθμό που σχεδίασε ο αρχιτέκτων, Έερο Σάαρινεν. Σύμφωνα με πληροφορίες, η ΕΤΑ είναι πρόθυμη να μισθώσει τον χώρο με την προϋπόθεση ότι η ΔΕΘ θα έχει την διαχείριση ή την κυριότητα της λυόμενης κατασκευής, καθώς επιδιώκει και αυτή με τη σειρά της να αποκτήσει έσοδα από το εν λόγω ακίνητο.

Και αυτό διότι η σύμβαση της για το συγκεκριμένο λυόμενο –γνωστό στον εκθεσιακό κόσμο ως «τέντες» – με την επιχείρηση ΚΟΝΤΕΝΤ, που διαχειριζόταν τον χώρο, έχει λήξει. Μάλιστα, η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των δύο μερών εκτιμάται ότι θα συμπαρασύρει και την συγκατάθεση της Κτηματικής Εταιρίας του Δημοσίου (ΚΕΔ), η οποία είναι συνιδιοκτήτρια του χώρου.

Αντιδράσεις από τον ανταγωνισμό

Ωστόσο, η πρόθεση της ΔΕΘ για επιστροφή στην Αθηναϊκή εκθεσιακή αγορά προκάλεσε αντιδράσεις από τις ανταγωνιστικές επιχειρήσεις του κλάδου. Ήδη, εταιρία των Αθηνών που δραστηριοποιείται στον εκθεσιακό χώρο, έχει αποστείλει εξώδικο στην ΔΕΘ προκειμένου να μην πραγματοποιηθεί το εγχείρημα. Κατά πληροφορίες, στο εξώδικο γίνεται επίκληση επιχειρημάτων, όπως αυτό της έλλειψης πολεοδομικής άδειας, η μη διεξαγωγή διαγωνισμού εκ μέρους της ΕΤΑ και η στρέβλωση του ανταγωνισμού. Πηγές της ΔΕΘ σημειώνουν ότι το λυόμενο διαθέτει εν ισχύι οικοδομική άδεια, που εκδόθηκε σε δύο φάσεις από την αρμόδια για τους αεροσταθμούς, Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας. Ακόμη, τονίζουν ότι ο κανονισμός προμηθειών του Δημοσίου επιτρέπει στην ΕΤΑ να μην προχωρήσει σε διαγωνισμό, ενώ υπογραμμίζουν ότι η διοργάνωση εκθεσιακών εκδηλώσεων, μάλλον θα ανοίξει τον ανταγωνισμό, παρά θα τον στρεβλώσει.

Το στοίχημα της ΔΕΘ

Η ΔΕΘ απώλεσε σε σημαντικό βαθμό την εκθεσιακή αγορά της Αττικής, καθώς, για τις ανάγκες των Ολυμπιακών Αγώνων, όλος ο περιβάλλον χώρος του κρατικού, εκθεσιακού κέντρου του Αμαρουσίου οικοδομήθηκε, ενώ ούτε η διαρρύθμιση του επιτρέπει την διενέργεια μεγάλων εκθέσεων. Ένα κομμάτι του γύρω χώρου δεσμεύθηκε και χτίστηκε από το υπουργείο Υγείας, ενώ άλλο οικόπεδο απαλλοτριώθηκε υπέρ της ανέγερσης κτιρίου του υπουργείου Παιδείας, στερώντας την έκθεση από την δυνατότητα φιλοξενίας οχημάτων και οδηγώντας την στο να ενοικιάζει πάρκινγκ από παρακείμενο εμπορικό κέντρο. Έτσι, οι εκθεσιακές υποδομές της Λεωφόρου Κηφισίας δεν «σηκώνουν» μεγάλες εκθέσεις, πλην των «ελαφρών», όπως το κόσμημα ή το βιβλίο, με ότι αυτό συνεπάγεται για τα έσοδα του δημοσίου.

Μεγάλα τα πλεονεκτήματα του Ελληνικού

Ειδικοί της εκθεσιακής αγοράς, κληθέντες να σχολιάσουν την επιλογή του πρώην Ανατολικού αερολιμένα, επισημαίνουν ότι πρόκειται για μία εξαιρετική επένδυση, ακόμη και υπό τις πλέον δυσχερείς συνθήκες. Συγκεκριμένα, όπως λένε, η Αθήνα αποτελεί προνομιακό πεδίο εκθεσιακής δραστηριότητας, καθώς επτά στις 10 εκθέσεις που πραγματοποιούνται στη χώρα μας, γίνονται στο Λεκανοπέδιο της Αττικής. Ακόμη, υπογραμμίζουν την στρατηγική θέση των Αθηνών στην Ανατολική Μεσόγειο, τονίζουν την ανάγκη διεκδίκησης μεγαλύτερων μεριδίων από τον «εκθεσά» της ευρύτερης περιοχής, δηλαδή την Κωνσταντινούπολη, ενώ υποστηρίζουν ότι τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα του Ελληνικού, παρέχουν την δυνατότητα διοργάνωσης έως και 25 εκθέσεων κατ’ έτος.

Τα επιχειρήματα που επικαλούνται είναι η εξαιρετική χωροθέτηση του πρώην Ανατολικού Αερολιμένα, ο οριζόντιος και επίπεδος χαρακτήρας της εν λόγω έκτασης, η δυνατότητα φιλοξενίας μεσαίων και μεγάλων εκθεσιακών εκδηλώσεων, ο ανοιχτός κι ελεύθερος χώρος, οι λειτουργικοί χώροι στάθμευσης, η επάρκεια υποστηρικτικών υπηρεσιών, η άμεση δυνατότητα εξωραϊσμου με χαμηλό κόστος, το ανταγωνιστικό κόστος ενοικίασης και η διεύρυνση του ανταγωνισμού, που θα επιφέρει η λειτουργία του Ελληνικού ως εκθεσιακού κέντρου.

Όπως τονίζουν οικονομικοί παράγοντες με εξαιρετική γνώση του εκθεσιακού κλάδου, το Ελληνικό παρουσιάζει ιδιαίτερα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και δύναται να αποτελέσει σημείο αναφοράς τόσο για την Ελλάδα όσο και για το εξωτερικό, ενώ υπογραμμίζουν την δυνατότητα ευρύτερων συνεργασιών στο πλαίσιο της οικολογικής αξιοποίησης του χώρου. Οι ίδιες πηγές υποστηρίζουν ότι εάν η ΔΕΘ προχωρήσει σε μία χαμηλού κόστους επένδυση – ακόμη και υπό δυσχερείς συνθήκες – θα καταφέρει να προσπορίσει σημαντικά έσοδα εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ υπέρ του Δημοσίου, που είναι ο μέτοχός της επιχείρησης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ