Την εμμονή του στη νεοφιλελεύθερη πολιτική της χαμηλής φορολόγησης των επιχειρήσεων για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, την τόνωση της απασχόλησης και την ευημερία της οικονομίας – στην πεμπτουσία δηλαδή του περιβόητου «ιρλανδικού μοντέλου» ανάπτυξης – εκφράζει με άρθρο του στη Wall Street Journal ο πρωθυπουργός της Ιρλανδίας Μπράιαν Κόουεν. Ο τίτλος του άρθρου, άλλωστε, αρκεί για να γίνει αντιληπτή η πρόθεση του κεντροδεξιού πολιτικού: «Οι χαμηλοί φόροι της Ιρλανδίας οδηγούν στη δημοσιονομική εξυγίανση».
Δεν είναι τυχαία η δημοσίευση του άρθρου την επομένη της κατάθεσης του ιρλανδικού προϋπολογισμού για το 2011 στο Κοινοβούλιο της χώρας και η έναρξη της συζήτησης για τον επαχθέστερο οικονομικό νόμο που πρόκειται να υιοθετήσει – παρά την ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία των μόλις δύο εδρών – που έχει ο κυβερνητικός συνασπισμός του Φιάνα Φέιλ και των Πρασίνων. Παρεμπιπτόντως, το συγκυβερνών κόμμα των Πρασίνων πρόκειται να άρει την στήριξή του στην κυβέρνηση Κόουεν τον Ιανουάριο – έτσι τουλάχιστον έχει προαναγγείλει μετά τη συμφωνία με την τρόικα για την υπαγωγή της χώρας στον ευρωπαϊκό μηχανισμό οικονομικής διάσωσης.
Υπό την έννοια αυτή – ενώπιον της προοπτικής διεξαγωγής πρόωρων εκλογών εντός ολίγων εβδομάδων δηλαδή – το άρθρο Κόουεν αντιστοιχεί σε ένα οιονεί προεκλογικό μανιφέστο για το Φιάνα Φέιλ. Διότι ο ηγέτης της ιρλανδικής κεντροδεξιάς – ο οποίος, σημειωτέον, δεν βιάστηκε να διαλύσει το Κοινοβούλιο αλλά έμεινε για να υπογράψει με την τρόικα τη συμφωνία διάσωσης της χώρας του και για να καταθέσει τον προϋπολογισμό της «αυστηρότερης λιτότητας που έχει ποτέ υιοθετήσει κυβέρνηση στην Ευρώπη», σύμφωνα με τις χθεσινές εκτιμήσεις του Τζον Μπερνς των New York Times πολλών άλλων εγκύρων αναλυτών – ξεκαθαρίζει με ευθύ και σαφή τρόπο ότι η πρότασή του για την έξοδο της χώρας του από την κρίση είναι εκείνη που εν πολλοίς δημιούργησε το οικονομικό θαύμα της τελευταίας 20ετίας και μετέτρεψε μια από τις φτωχότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη λεγόμενη «Ιρλανδική Τίγρη».
Βεβαίως θα σημείωνε κανείς ότι δεν είναι μόνο το ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς η αιτία για την οποία οι μεγαλύτερες αμερικανικές επιχειρήσεις αποφάσισαν να κάνουν την Ιρλανδία προγεφύρωμα για την ευκολότερη διείσδυσή τους στις ευρωπαϊκές αγορές. Είναι και η αγγλική γλώσσα που ευνοεί κάτι τέτοιο, είναι η υψηλή επαγγελματική και τεχνολογική κατάρτιση του εργατικού δυναμικού της χώρας, είναι ακόμη και η μικρή απόσταση από τις ΗΠΑ – μόλις 4 ώρες διαρκεί η πτήση Νέα Υόρκη-Δουβλίνο. Εν πάση περιπτώσει, ο Κόουεν εκφράζει την πεποίθησή του ότι οι κόποι και οι θυσίες στις οποίες υποβάλλεται ο ιρλανδικός λαός θα πιάσουν τόπο.
Σκιαγραφεί τους, απολύτως εφικτούς όπως υποστηρίζει, δημοσιονιμικούς και οικονομικούς στόχους του προϋπολογισμού του και υπενθυμίζει τις ικανότητες και τις αρετές του εργατικού δυναμικού της πατρίδας του – προσαρμοστικότητα και έφεση στις καινοτομίες, παραγωγικότητα, ευελιξία κ.ά. – υπογραμμίζοντας ότι «δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Intel, Google, Hewlett Packard και άλλες… 600 αμερικανικές εταιρείες επέλεξαν την Ιρλανδία για να ανοίξουν τα ευρωπαϊκά τους γραφεία». Και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι καταλύτης για όλα αυτά ήταν ο φορολογικός συντελεστής 12,5% που ισχύει για τις δραστηριοποιούμενες στην Ιρλανδία επιχειρήσεις, που είναι άλλωστε ο χαμηλότερος στη Ευρωπαϊκή Ενωση.
Στόχος του Κόουεν στη διεθνή κοινότητα (και κυρίως στον αμερικανικό επιχειρηματικό κόσμο, στη WSJ δημοσίευσε άλλωστε τις απόψεις του…) ότι ο συντελεστής αυτός αποτέλεσε την «κόκκινη γραμμή» των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησής του με την τρόικα. Το καθεστώς φορολόγησης των επιχειρήσεων δεν άλλαξε. Οπότε… το μήμυμα που στέλνει είναι διπλό. Απευθύνεται στο εσωτερικό της χώρας του (ενόψει εκλογών, όπως είπαμε) και στο εξωτερικό. Στο εσωτερικό απαντά στις αιτιάσεις του αντιπολιτευομένου Εργατικού Κόμματος, που απέρριψε ως αντιαναπτυξιακό τον προϋπολογισμό – χωρίς να καθιστά σαφές πάντως αν προτείνει την αύξηση της εταιρικής φορολόγησης. Στο εξωτερικό το μήνυμα είναι ακόμη πιο σαφές: «Πάμε σαν άλλοτε»…
ΑΡ/ ΜΑΜΜΟΤΗ GΕΝΟΜΕ ΡRΟJΕCΤ, SΤΕVΕΝ W. ΜΑRCUS ,ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ