ΔΥΣΚΟΛΟΙ οι καιροί. Αυτονόητο ότι οι εξειδικευμένες παροχές της πολιτείας προς ιδιαίτερα διακρινόμενους διεθνώς αθλητές και αθλήτριες πρέπει να δίνονται με φειδώ, κυρίως με αμάχητα τεκμήρια, σε συνδυασμό με τις καλώς εννοούμενες ανάγκες αυτών που ασχολούνται με τον πρωταθλητισμό. Βασικό- αν όχι μοναδικό- κριτήριο, η απόδοση στο πλαίσιο των εθνικών ομάδων.
***
ΕΔΩ αυτόματα οριοθετείται το ερώτημα: Σε ποιους-ποιες θα κατευθυνθούν τα κίνητρα και όχι αποκλειστικά οικονομικά; Τούτο δε όταν η προσθήκη κάποιου «πριμ», χαμηλού μάλλον λόγω συγκυριών, σε ήδη γενναία αμειβόμενους πρωταγωνιστές του επαγγελματοποιημένου αθλητισμού δεν είναι ό,τι καλύτερο. Οι πηγές εσόδων από τον χώρο των δημοφιλών αθλημάτων, όπου το χρήμα ρέει ακόμη μέχρι προκλήσεως για το κοινωνικό σύνολο, δεν συνιστούν μέριμνα και υποχρέωση της πολιτείας. Αλλα τα κίνητρα, κατά βάση ηθικά και γοήτρου. Και μόνο σε περιπτώσεις εξακριβωμένης αναγκαιότητας οικονομικά. Αλίμονο αν τη συνεισφορά στην εθνική ομάδα τη μετράμε με τα μηδενικά πίσω από τον πρώτο αριθμό. Είναι χρέος τιμής και συναίσθηση ευθύνηςας πούμε και πατριωτισμού.
***
ΣΥΝΕΠΩΣ απαιτείται εξατομίκευση των οικονομικών παροχών προς τους αθλητές και τις αθλήτριες ανωτάτου επιπέδου με κριτήριο τις πραγματικές βιοτικές ανάγκες, την επαγγελματική προσφορά και όλα τα σχετικά. Γι΄ αυτούς άλλωστε δεν υπάρχει οικονομική δυνατότητα ούτε από τους συλλόγους ούτε από τις ομοσπονδίες αφού δεν εμφανίζονται χορηγοί που δεν κερδίζουν από τη δημοσιότητα αθλημάτων τα οποία, παρ΄ ότι είναι η μεγάλη προθήκη προς τα έξω του ελληνικού αθλητισμού, παραμένουν στην αφάνεια και στο ημίφως της πληροφόρησης της κοινής γνώμης. Το 2010 ήταν χρονιά δεόντως διδακτική ως προς το μέτρο αυτό στον χώρο της μεγάλης δημοτικότητας ομαδικών αθλημάτων, εν αντιθέσει με άλλα αθλήματα, π.χ. την υδατοσφαίριση γυναικών, τη γυμναστική- στην κορυφή-, την κωπηλασία, το τζούντο, την κολύμβηση, την ιστιοπλοΐα κτλ. που κατέγραψαν μεγάλες διεθνείς διακρίσεις.
***
ΜΙΑ ΑΛΛΗ πλευρά έχει προέχουσα σημασία καθώς αφορά το μέλλον του ελληνικού αθλητισμού, τη νέα γενιά. Εδώ και το πρόβλημα είναι σύνθετο και η υποχρέωση μεγαλύτερη. Διαβάζοντας, έστω στα «πεταχτά», τον πίνακα των ομοσπονδιών που ανακοινώθηκε από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικών Συντακτών, εντυπωσιακή σε αριθμό και επιδόσεις είναι η εικόνα των νέων εφήβων- νεανίδων σε πολλά αθλήματα που έχουν διακριθεί σε παγκόσμιες και ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Το ερώτημα είναι σαφέστατο: Μέριμνα και ενίσχυση που να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και στις ικανότητές του ή συνθήκες εξέλιξης υποβαθμισμένες; Κάποτε ο θυμόσοφος «Γέρος της Δημοκρατίας» είχε πει: «Τόπο εις τους νέους. Ποίους όμως; Τους άξιους». Αναμφίβολα αρκεί να υπάρχει το όραμα και η συναίσθηση παντός αρμοδίου, και σε αυτούς υπάγονται και όσοι χορηγοί κατανοούν την αναγκαιότητα προς τη νέα γενιά του ελληνικού αθλητισμού. Μια έρευνα π.χ. και έκθεση συμπερασμάτων από μια ομάδα αθλητικών επιστημόνων (και όχι εμπειρικών και παραγόντων) πολλά θα μας πληροφορούσε για την ποιότητα και συνεπώς και για τις δυνατότητες εξέλιξης της νέας γενιάς του αθλητισμού μας, που και άξια είναι και δυνάμενη.
***
ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ σκέψεις δεν είναι «οδηγίες προς ναυτιλλομένους». Είναι απλές φιλαθλητικές διαπιστώσεις ως προς τα μέτρα (αρκεί να εφαρμοστούν) που πιθανώς να οδηγήσουν σε γενικότερη βελτίωση του τοπίου παραγωγής και δημιουργίας του ελληνικού αθλητισμού. Χθες και σήμερα ακόμη έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι ο ελληνικός αθλητισμός, πέραν της φωτισμένης άπλετα και εύθραυστης προθήκης των αποκαλούμενων «μεγάλων αθλημάτων» (και σε ανώτερο επίπεδο επαγγελματοποιημένων αθλημάτων), διαθέτει στέρεο και αποδοτικό έδαφος και στα ήσσονος δημοφιλίας αθλήματα, που είναι ωστόσο «παιδιά του ίδιου Θεού», ίσης, αν όχι μεγαλύτερης αξίας. Των «παιδιών» αυτών η φίλαθλη κοινή γνώμη έχει ελλειμματική πληροφόρηση ενώ το αντίθετο επιβάλλεται και αναμφίβολα το αξίζουν.