Oι ελπίδες ότι απομακρύνεται ο κίνδυνος η εξελισσόμενη κρίση χρέους στην ευρωζώνη να τινάξει στον αέρα τις υπερχρεωμένες περιφερειακές οικονομίες μετά την παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) καλμάρισε τις αγορές. Οι καταστρεπτικές πιέσεις που δεχόταν το κόστος δανεισμού το τελευταίο χρονικό διάστημα, και ειδικότερα μετά την τραπεζική χρεοκοπία στην Ιρλανδία, ήταν ενδεχόμενο να οδηγήσουν σε ένα νέο πιστωτικό κραχ με μοιραίες συνέπειες για τις ευάλωτες ευρωπαϊκές τράπεζες.
Με εντυπωσιακό ράλι ανταποκρίθηκαν το ευρώ, οι αγορές ομολόγων και τα χρηματιστήρια στις προσπάθειες των τραπεζιτών της ΕΚΤ να αλλάξουν το καταστροφικό κλίμα που είχαν ταχύτατα δημιουργήσει οι φόβοι ότι η κρίση της Ιρλανδίας οδεύει πλέον προς την Πορτογαλία και την Ισπανία και απειλεί, για δεύτερη φορά εντός του τρέχοντος έτους, να τινάξει στον αέρα το τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης. Το ευρώ από τα 1,4207 δολάρια που ήταν στις 4 Νοεμβρίου έπεσε στα 1,2980 δολάρια όταν άρχισε να συζητείται η διάσωση της Ιρλανδίας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αρκετών αναλυτών, όμως, οι τραπεζίτες της ΕΚΤ δεν έχουν παίξει όσο θα έπρεπε το τελευταίο τους χαρτί προκειμένου να αποκαταστήσουν την τρωθείσα εμπιστοσύνη των επενδυτών προς τους τίτλους χρέους των χωρών-μελών της ευρωζώνης. Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση του Reuters, η οποία όμως διεξήχθη την Τετάρτη, δηλαδή μία ημέρα πριν από τη συνεδρίαση της ΕΚΤ, όπου συμμετείχαν 60 στρατηγικοί αναλυτές, προβλέπεται ότι το ευρώ δεν πρόκειται να ανακάμψει έναντι του δολαρίου τον επόμενο χρόνο. Προβλέπουν ότι η αξία του ευρώ θα βρίσκεται στα 1,31 δολάρια σε περίπου έναν χρόνο από σήμερα, διότι δεν θα έχουν επιλυθεί τα προβλήματα χρέους. Την Παρασκευή το ευρώ έναντι του δολαρίου πλησίασε τα 1,34 δολάρια.
Αγωνιώδης ήταν η προσπάθεια του προέδρου της ΕΚΤ Ζαν-Κλοντ Τρισέ να επαναφέρει την εμπιστοσύνη των αγορών ως προς την υγεία του ευρώ και του τραπεζικού τομέα της ευρωζώνης. Μιλώντας προχθές από το Παρίσι δήλωσε ότι το ευρώ παραμένει ένα «αξιόπιστο» νόμισμα παρά την κρίση χρέους και παρότρυνε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να κάνουν το δύσκολο άλμα προκειμένου να «καθαρίσουν» τους προϋπολογισμούς τους από τα επικίνδυνα ελλείμματα. Επίσης, την Πέμπτη, ανακοίνωσε δύο κρίσιμες αποφάσεις:
1. Επέκτεινε τα χρονικά περιθώρια στα σωσίβια ρευστού για τις τράπεζες της ευρωζώνης.
2. Αποφασίστηκε να συνεχιστεί το πρόγραμμα της αγοράς των προβληματικών κρατικών ομολόγων ώσπου να αποκατασταθεί η καταρρέουσα εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Η απόφαση για την αγορά των προβληματικών κρατικών ομολόγων αποτελούσε μέρος του μηχανισμού διάσωσης των 750 δισ. ευρώ που δημιουργήθηκε τον περασμένο Μάιο προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση χρέους της χώρας μας. Ωστόσο οι ποσότητες αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ είχαν μειωθεί από τον περασμένο Ιούλιο και μετά. Η αξία των κρατικών ομολόγων που αγόρασε την εβδομάδα που πέρασε η ΕΚΤ ήταν μόλις 1,35 δισ. ευρώ. Δηλαδή πολύ λιγότερα από τα κρατικά ομόλογα αξίας 59 δισ. ευρώ που είχε αγοράσει στην κορύφωση της κρίσης στη χώρα μας το δίμηνο Μαΐου- Ιουνίου. Και τούτο διότι τα χέρια του κ. Τρισέ και των περισσότερων άλλων κεντρικών ευρωτραπεζιτών είναι «δεμένα» κυρίως από τους γερμανούς τραπεζίτες και πολιτικούς. Πριν από τη γνωστοποίηση της χρεοκοπίας της Ιρλανδίας οι Γερμανοί ζητούσαν το τέλος του προγράμματος αγοράς των προβληματικών κρατικών ομολόγων.
Παρ΄ ότι η ΕΚΤ δεν τυπώνει χρήμα για να αγοράσει τα κρατικά ομόλογα, αλλά «αποστειρώνει» τις αγορές αυτές με ισάξιες καταθέσεις από τις τράπεζες για να μη δημιουργήσει πληθωρισμό, ωστόσο οι ιέρακες του νομισματικής ορθοδοξίας και του πληθωρισμού, όπως ο Αξελ Βέμπερ και ο Γιούργκεν Σταρκ, απαιτούσαν από την κεντρική τράπεζα να μην ανανεώσει όσα από τα οικονομικά μέτρα επείγοντος χαρακτήρα λήγουν στο τέλος του τρέχοντος έτους ή στις αρχές του 2011.
«Οχι» στην πολιτική χαλάρωσης
Εκτός από τους τραπεζίτες-ιέρακες της νομισματικής ορθοδοξίας και ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε (φωτογραφία) είναι αντίθετος στην ανορθόδοξη νομισματική πολιτική χαλάρωσης, όπως αποκαλείται η πολιτική της αγοράς των μακροπρόθεσμων τίτλων χρέους. Εφθασε μάλιστα να χαρακτηρίσει «αδαή την πολιτική των Αμερικανών», επισημαίνοντας ότι «το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη της ρευστότητας.Δεν είναι ότι οι Αμερικανοί δεν έχουν ρίξει αρκετή ρευστότητα στην αγορά και τώρα λένε να ρίξουν ακόμη περισσότερο, αλλά δεν θα λύσουν το πρόβλημα». Τις δηλώσεις αυτές τις έκανε ο κ. Σόιμπλε όταν η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) αποφάσισε έναν δεύτερο, μεγαλύτερο του αναμενομένου, γύρο αγοράς κρατικών ομολόγων για να δώσει νέα ζωή στην αμερικανική οικονομία.
Οι αγορές των αμερικανικών κρατικών τίτλων, οι οποίες θα είναι ύψους 600 δισ. δολαρίων και θα διαρκέσουν έως τον Ιούνιο του 2011, στόχο έχουν να ρίξουν ακόμη χαμηλότερα το κόστος δανεισμού για καταναλωτές και επιχειρηματίες, διότι εξακολουθούν να πλήττονται από τις συνέπειες της χειρότερης οικονομικής ύφεσης από τη Μεγάλη Κρίση της δεκαετίας του 1930. Επίσης αποφάσισε να συνεχίσει το πρόγραμμα, το οποίο ξεκίνησε τον περασμένο Αύγουστο, βάσει του οποίου η Fed επανεπενδύει τα έσοδα που έχει από το χαρτοφυλάκιο των ενυπόθηκων τίτλων αγοράζοντας το κρατικό χρέος. Με αποτέλεσμα το σύνολο των αξιών που θα αγοράσει η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ να ανέλθει σε 850-900 δισ. δολάρια ως τον επόμενο Ιούνιο.