«Δεν μιλάω, δεν ακούω, δεν βλέπω»: αυτό απάντησε η Ρούλα Κορομηλά σε όσους την κρίνουν. Για να δηλώσει στη συνέχεια, από την εκπομπή του Πέτρου Κωστόπουλου αν δεν απατώμαι, ότι η κριτική που της γίνεται δεν την αγγίζει, ότι όλα όσα λέγονται για την παρουσία της στον «Βig Βrother» τής είναι αδιάφορα. Τόσο αδιάφορα ώστε με κάθε ευκαιρία να επιτίθεται στους κριτικούς: «Δεν μπορώ να δημιουργούνται εντυπώσεις. Κάθεται η άλλη στο γραφείο,παίρνει το στυλό και γράφει.Και σας πληροφορώ ότι γράφουν άνθρωποι που δεν έχουν πατήσει ποτέ σε τηλεοπτικό στούντιο, ποτέ!». Ενώ εκείνοι που έχουν πατήσει σε τηλεοπτικό στούντιο έχουν δικαίωμα να κάνουν όποια σάχλα τούς κατέβει στο κεφάλι. Και να αδιαφορούν (ή να κάνουν ότι αδιαφορούν) για τις αντιδράσεις αναγνωρίζοντας στον εαυτό τους, αν όχι το αλάθητο του Πάπα, πάντως μια αδιαπραγμάτευτη ανωτερότητα που δεν επιτρέπει στους άλλους, κυρίως στους κριτικούς, να τους αγγίξουν. Αν η συζήτηση περί χρησιμότητας ή όχι της κριτικής καλά κρατεί και στο εξωτερικό, στην Ελλάδα οι τηλεστάρ που την υφίστανται έχουν στην πλειονότητά τους αποφασίσει: όποιος τους κρίνει θετικά έχει δίκιο και κάνει σωστά τη δουλειά του, όποιος τους κρίνει αρνητικά είναι κακοπροαίρετος. Λέξη-καραμέλα στο στόμα τους: κακοπροαίρετος δημοσιογράφος, κακοπροαίρετη άποψη, κακοπροαίρετο κείμενο.
Γέμισαν ξαφνικά οι εφημερίδες γραφιάδες που ζουν για να υπονομεύουν τον Γρηγόρη Αρναούτογλου, την Τατιάνα Στεφανίδου, τον Γιώργο Καπουτζίδη, τους Γιώργο Καραμέρο και Σπύρο Χαριτάτο και πάνω απ΄ όλους την υπεραξία της μικρής οθόνης με τα μεγάλα «εγώ!»: τη μία, τη μοναδική, την ανυπέρβλητη Ρούλα μας. Τη Ρούλα που επιμένει «δεν έχετε τι να γράψετε και γράφει ο καθένας ό,τι γουστάρει», που θεωρεί ότι «κάποιοι έχουν κάνει τη χολή επάγγελμα» και που δηλώνει: «Ποτέ δεν φοβήθηκα την κριτική, επιστρέφω την εμπάθεια». Είναι αλήθεια τόσο τυφλωμένη από τα φώτα του στούντιο (ή από την ακτινοβολία του ταλέντου της) ώστε να μην μπορεί να διακρίνει την πραγματικότητα; Οτι το χαμηλής ποιότητας προϊόν που παράγει εκείνη και αρκετοί συνάδελφοί της δεν αφήνει περιθώρια για επαίνους; Δεν υπονοώ, βεβαίως, ότι είναι όλες οι κριτικές σωστές, επιτυχημένες, δίκαιες (το αλάθητο δεν το διαθέτουν ούτε οι γράφοντες), οι καταγγελίες όμως περί σκοτεινών συμφερόντων και ορκισμένων εχθρών που χτυπάνε τους τηλεστάρ πισώπλατα είναι απλώς γελοίες. Στο κάτω κάτω, όσοι εκτίθενται (ανάμεσά τους και οι κριτικοί) πρέπει να μπορούν να αποδεχθούν εκτός από τα καλά και τα κακά λόγια, εκτός από τον θρίαμβο και την αποτυχία.
«Από ένα σημείο και μετά αποφασίζουν να αρχίσουν να “βαράνε” κάποια προγράμματα» κατήγγειλε ο Καπουτζίδης, περνώντας και αυτός στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. «Είμαι από τους ανθρώπους που την καλοπροαίρετη κριτική την αποδέχομαι και με έχει κάνει καλύτερο, η κακοπροαίρετη κριτική απλώς δεν με αφορά» δήλωσε ο Γιώργος Λιάγκας. «Σας γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια» είπε η Στεφανίδου ενοχλημένη από κάποια αρνητικά σχόλια. Ο δε Αρναούτογλου μίλησε όσο πιο υποτιμητικά μπορούσε για συνάδελφο η οποία τόλμησε να γράψει αρνητικά για την επιεικώς απαράδεκτη εμφάνισή του στην επιεικώς απαράδεκτη εκπομπή «Η αναζήτηση της ευτυχίας». Μη μπορώντας και εκείνος, όπως οι όμοιοί του, να καταλάβει ότι τον «εχθρό» δεν θα τον βρει στις σελίδες των εφημερίδων και των περιοδικών αλλά θα τον συναντήσει κοιτάζοντας το υπερτροφικό είδωλό του στον καθρέφτη. Γιατί, ακόμη και αν δεχθούμε ότι η κριτική είναι άχρηστη, η αυτοκριτική είναι εξαιρετικά χρήσιμη.
Από τις απολαυστικότερες στιγμές του εφετινού προγράμματος του Αntenna η μεταμεσονύκτια προβολή του σίριαλ «Εγκλήματα», παραγωγής 1998. Η «μαύρη κωμωδία» των Λευτέρη Παπαπέτρου- Θοδωρή Πετρόπουλου, με τους Καβογιάννη, Κόκλα, Κωνσταντίνου, Μανέ και Χατζηπαναγιώτη στην καλύτερη τηλεοπτική εμφάνισή τους, αντέχει ακόμη και χαρίζει γέλιο σε μια εποχή που και η τηλεόραση έχει χάσει το χιούμορ της.