Κακοδιοίκηση, πολυνομία, αλόγιστη χρήση ένδικων μέσων και απουσία ρυθμίσεων για την αποθάρρυνσή τους, και όλα αυτά ενώ η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα «είναι φθηνή», κρατούν γερά τη ρίζα του κακού των καθυστερήσεων στην απονομή της, διαπιστώνει ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και εκ της θέσεώς του μέλος του Δικαστικού Συμβουλίου για την υπόθεση του Βατοπαιδίου κ. Παναγιώτης Πικραμένος . Ο πρόεδρος του ΣτΕ προειδοποιεί με κυρώσεις αν διαπιστωθούν στο εξής κρούσματα καθυστερήσεων για τις οποίες ευθύνονται οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης, ενώ με αφορμή τις επιθέσεις που δέχθηκαν οι εισηγητές στην υπόθεση του μνημονίου για τις απόψεις τους υπενθυμίζει ότι οι δικαστές κρίνουν κατά συνείδηση, ανεπηρέαστοι από εξωγενείς παράγοντες.

– Οι εκκρεμούσες υποθέσεις έφθασαν τις 30.708 και καθημερινά ο αριθμός αυτός αυξάνεται. Ο χρόνος έκδοσης των αποφάσεων είναι τουλάχιστον προκλητικός λόγω των καθυστερήσεων. Δικηγόροι και πολίτες διαμαρτύρονται. Υπάρχει ελπίδα βελτίωσης;

«Το πρόβλημα της καθυστερήσεως στη συζήτηση των υποθέσεων και στην έκδοση των αποφάσεων του ΣτΕ είναι πράγματι πολύ σοβαρό. Το δικαστήριο, έχοντας πλήρη επίγνωση της ευθύνης του απέναντι στον έλληνα πολίτη και παρ΄ όλο που δεν είναι μόνο αυτό υπεύθυνο για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, ανέλαβε πρωτοβουλία και κατήρτισε με την Ολομέλειά του σχέδιο νόμου προτείνοντας συγκεκριμένες και πρωτοποριακές λύσεις για την επιτάχυνση της διοικητικής δίκης. Το σχέδιο αυτό ευρίσκεται ήδη υπό ψήφιση στη Βουλή των Ελλήνων.

Πιστεύω ότι με το σχέδιο αυτό θα αντιμετωπιστεί σε μεγάλο βαθμό το ζήτημα των καθυστερήσεων. Θα ήθελα να τονίσω ότι οι καθυστερήσεις δεν είναι ζήτημα που οφείλεται αποκλειστικά στο δικαστήριο και φυσικά δεν αποτελεί κάποια “τακτική” του. Η πληθώρα των ενδίκων μέσων που κατατίθενται οφείλεται σε σειρά αιτίες, όπως είναι: α) η κακοδιοίκηση, η οποία, σε συνδυασμό με τη δαιδαλώδη πολυνομία, αποτελεί πραγματική “μηχανή παραγωγής” διαφορών, β) η έλλειψη ρυθμίσεων που θα αποθάρρυναν την άσκηση προπετών ένδικων βοηθημάτων ή ένδικων μέσων με ασήμαντο αντικείμενο, γ) η αλόγιστη άσκηση ενδίκων βοηθημάτων από το ίδιο το Δημόσιο και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και δ) το χαμηλό κόστος της Δικαιοσύνης.

Για την αντιμετώπιση λοιπόν του φαινομένου είναι αναγκαία η συνεργασία της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς και όλων των φορέων απονομής της δικαιοσύνης, κυρίως δε των δικηγόρων».

– Θα επιβληθούν κυρώσεις αν οι δικαστές συνεχίσουν να καθυστερούν την έκδοση των αποφάσεων; Από πότε έχει να επιβληθεί κάποια κύρωση;

«Θα ήθελα να παρατηρήσω ότι ο πρόεδρος του ΣτΕ δεν έχει, με το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, τη δυνατότητα να ασκήσει πειθαρχική δίωξη στους δικαστές εκείνους που καθυστερούν ανεπίτρεπτα τη συζήτηση των υποθέσεων και την έκδοση αποφάσεων. Ανεξαρτήτως αυτού, η εξάλειψη των υπερβολικών και αδικαιολόγητων καθυστερήσεων αποτελεί για εμένα πρωταρχικό στόχο, έχω δε ήδη λάβει σειρά μέτρων για την εξάλειψη του φαινομένου.

Μεταξύ αυτών είναι και η επιβολή κυρώσεων, δεν πρόκειται όμως να επεκταθώ, διότι αφορά εσωτερικό ζήτημα του δικαστηρίου. Δηλώνω πάντως απερίφραστα και προς πάσα κατεύθυνση ότι δεν θα διστάσω να λάβω οποιοδήποτε μέτρο κρίνω αναγκαίο για την καταπολέμηση του φαινομένου των αδικαιολόγητων καθυστερήσεων».

Δεχθήκατε ο ίδιος ή οι συνάδελφοί σας οποιαδήποτε πολιτική ή άλλη παρέμβαση αναφορικά με την υπόθεση του μνημονίου;

«Κατά παράδοση, oι δικαστές του ΣτΕ στις υποθέσεις που δικάζουν επικοινωνούν τόσο με τους δικηγόρους όσο και με τους διαδίκους.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αφήνουν στους ενδιαφερομένους περιθώριο για πιέσεις, παρεμβάσεις ή υποσχέσεις.

Αντιθέτως, μέσω της προσωπικής επαφής προλαμβάνουν τέτοιες προσπάθειες επηρεασμού καθιστώντας σαφές σε όλους τους εμπλεκομένους ότι κάθε υπόθεση θα δικαστεί με βάση τα οριζόμενα στο Σύνταγμα, τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας και τους νόμους και ότι θα κρίνουν πάντοτε κατά συνείδηση.

Το ίδιο έχει συμβεί και με την υπόθεση του μνημονίου, τόσο από τη δική μου πλευρά όσο και από την πλευρά των εισηγητών της υποθέσεως και των λοιπών μελών του δικαστηρίου. Θα ήθελα πάντως να πω ότι απορώ με την ερώτηση που μου κάνετε!». Οι συνάδελφοί σας δικαστές όταν θα αποφασίσουν για την «τύχη» του μνημονίου θα κρίνουν με βάση τη συνείδηση ή επηρεασμένοι από τα πολιτικά τους «πιστεύω»;

«Οπως σας είπα ήδη, το πλαίσιο εντός του οποίου είναι υποχρεωμένοι να κινούνται οι δικαστές του ΣτΕ καθορίζεται από το Σύνταγμα, τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας και τους νόμους που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση. Η ερμηνεία των νομοθετικών αυτών κειμένων γίνεται με αυστηρούς κανόνες, τους οποίους καθορίζει η νομική επιστήμη και αφήνουν μικρό περιθώριο για παρεμβάσεις που τυχόν γίνονται με ιδεολογικά κριτήρια. Πάντως στην τελευταία αυτή περίπτωση κάθε δικαστής έχει μόνο μία δέσμευση εκ του Συντάγματος: να ψηφίσει κατά συνείδηση, δηλαδή με βάση τις προσωπικές πεποιθήσεις του, ανεπηρέαστος απ΄ οποιαδήποτε πολιτική, οικονομική, κοινωνική, προσωπική ή άλλη σκοπιμότητα. Με τον τρόπο αυτόν δικάζουν τα τελευταία 80 χρόνια οι δικαστές του ΣτΕ και είμαι βέβαιος ότι έτσι θα λειτουργήσουν και στην υπόθεση του μνημονίου».

Από φορείς καταλογίστηκε στην εισηγήτρια κυρία Μαίρη Σαρπ ότι ήταν «βασιλικότερη του βασιλέως» στην εισήγησή της για το μνημόνιο. Εχει βάση αυτό;

«Δεν είναι δυνατόν να σχολιάσω την εισήγηση μιας συναδέλφου, ιδίως όταν η υπόθεση είναι υπό διάσκεψη. Η προσωπική μου άποψη θα καταγραφεί στην απόφαση και θα γίνει γνωστή με τη δημοσίευση της τελευταίας. Θεωρώ πάντως απαράδεκτες τις προσωπικές επιθέσεις κατά των εισηγητριών! Με την αφορμή αυτή θα ήθελα να παρατηρήσω ότι τα παραπάνω συμβάντα δικαιώνουν πλήρως την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του δικαστηρίου για κατάργηση της εισηγήσεως». Μπορεί το ΣτΕ να σηκώσει το βάρος ακύρωσης του μνημονίου, αν αυτό κριθεί αναγκαίο από το δικαστήριο;

«Το ΣτΕ είναι το κατά το Σύνταγμα αρμόδιο όργανο για τον έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής δράσης. Κατά συνέπεια, είναι σύνηθες το δικαστήριο να ακυρώνει κάποιες από τις σημαντικές κυβερνητικές επιλογές και ρυθμίσεις όταν δεν είναι συμβατές με τους ισχύοντες νομικούς κανόνες. Αλλωστε καθ΄ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του ΣτΕ οι δικαστές του έχουν αποδείξει επανειλημμένως ότι μπορούν να διακινδυνεύσουν τη φήμη τους, τη δουλειά τους και την ελευθερία τους προκειμένου να διασφαλίσουν ότι θα τηρηθεί η νομιμότητα, αδιαφορώντας ακόμη και για απειλές κατά της ίδιας τους της ζωής. Το ίδιο πιστεύω ότι θα συμβεί και τώρα, είτε το δικαστήριο αποφασίσει την ακύρωση του μνημονίου είτε όχι».