Διακόπτονται οι εργασίες του ιταλικού Κοινοβουλίου έως την 13η Δεκεμβρίου, όταν θα έλθουν προς συζήτηση η πρόταση μομφής και η ψήφος εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι για να ακολουθήσει μία ημέρα αργότερα η κρίσιμη ψηφοφορία.

Την προσωρινή παύση των εργασιών της Βουλής ζήτησε η συμπολίτευση, διότι ήταν πλέον σαφές ότι κάθε νόμος έχανε πολλά από τα κύρια χαρακτηριστικά του, χάρη στην υπερψήφιση σημαντικών τροπολογιών της αντιπολίτευσης.

Ο Ιταλός υπουργός Εσωτερικών, Ρομπέρτο Μαρόνι, αναγκάστηκε την Τετάρτη να αλλάξει την όλη δομή των νέων μέτρων για την ασφάλεια. Ο Μαρόνι, από τα κύρια στελέχη της Λέγκας του Βορρά, είχε ζητήσει να δοθούν περισσότερες δικαιοδοσίες στους δημάρχους για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας και την τήρηση της δημόσιας τάξης.

Μετά τις αντιδράσεις τις αντιπολίτευσης, και του νεοσύστατου κόμματος Μέλλον και Ελευθερία του Τζιανφράνκο Φίνι, ο Ιταλός υπουργός Εσωτερικών αναγκάστηκε να δεχθεί την διατήρηση της σημερινής πραγματικότητας, με κύριο βάρος στο ρόλο του κάθε νομάρχη.

Ο ιταλικός Τύπος υπογραμμίζει ότι είναι η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια που διακόπτονται οι εργασίες της Βουλής, προκειμένου να μειωθεί η πολιτική ένταση και να αποφύγει η κυβέρνηση νέες τρικλοποδιές.

Τελικά, ανεστάλη και η συζήτηση που θα έπρεπε να αναλύσει την ιταλική στάση στην επόμενη διάσκεψη του Ecofin.

Η κεντροαριστερή και κεντρώα αντιπολίτευση διαμαρτυρήθηκαν έντονα, διότι με τον τρόπο αυτό δεν πρόκειται να συζητηθεί και να ψηφισθεί ούτε η πρόταση μομφής κατά του υπουργού πολιτισμού, Σάντρο Μπόντι, ο οποίος κατηγορήθηκε για αναποτελεσματική διαχείριση, μετά την πρόσφατη κατάρρευση αρχαίου οικοδομήματος στην Πομπηία.

Πάντως, σύμφωνα με τους σχολιαστές οι βουλευτές και γερουσιαστές του Τζιανφράνκο Φίνι πρόκειται να επωφεληθούν των έκτακτων αυτών «διακοπών» για να προσδιορίσουν οριστικά τη στάση τους απέναντι στην κυβέρνηση. Αυτή την στιγμή, ουδείς μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα αν ο Μπερλουσκόνι, στις 14 του μήνα, θα καταφέρει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης.

Η κεντροαριστερά, με το Δημοκρατικό Κόμμα και την Ιταλία των Αξιών, έχει ήδη καταθέσει πρόταση μομφής στη Βουλή. Η συμπολίτευση, παράλληλα, ζήτησε από τη Γερουσία να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Γερουσιαστές και βουλευτές θα εκφράσουν την βούλησή τους, σχεδόν ταυτόχρονα, για να μην δημιουργηθούν επιπλέον πολεμικές και διαξιφισμοί.

Ερωτηματικό η στάση Φίνι

Το κεντρώο κόμμα Udc, ανακοίνωσε το βράδυ της Τετάρτης ότι πρόκειται να καταθέσει δική του πρόταση μομφής. Το μεγάλο όμως ερώτημα, αφορά την τελική στάση του κόμματος Μέλλον και Ελευθερία που δημιούργησε ο πρόεδρος της Βουλής, Τζιανφράνκο Φίνι.

Στις κομματικές και τηλεοπτικές παρεμβάσεις του, ο Φίνι, υπογράμμισε επανειλημμένα ότι «η κυβερνητική αυτή εμπειρία του Μπερλουσκόνι έχει φτάσει στο τέρμα και χρειάζεται άμεση ανανέωση της πολιτικής ατζέντας».

Σύμφωνα, όμως, με τους αναλυτές, τουλάχιστον εννέα σε σύνολο 36 βουλευτών του κόμματος του Φίνι δείχνουν απρόθυμοι να καταψηφίσουν την κυβέρνηση. Τις ώρες αυτές, αντιθέτως, αναζητούν διαμεσολαβητική λύση, η οποία να επιτρέψει την συνέχιση της διακυβέρνησης μαζί με τον Καβαλιέρε.

Από την μία, ο Φίνι δεν θέλει να διασπάσει το κόμμα που μόλις έχτισε, από την άλλη, δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του να δεχθεί παθητικά τους όρους και τις πιέσεις του Μπερλουσκόνι. Δεν αποκλείεται, τελικά, να λάβει οριστική θέση, μόνον, λίγο πριν την ψηφοφορία, ανάλογα με τις «παροχές» που θα φανεί διατεθειμένος να δώσει ο Ιταλός πρωθυπουργός.

Αρχίζοντας από την δυνατότητα αλλαγής του εκλογικού νόμου, πάγιο αίτημα όλης της αντιπολίτευσης.

Σε ότι αφορά, τέλος, στις προθέσεις του Μπερλουσκόνι, σύμφωνα με τον Τύπο τα σχέδιά του αναθεωρούνται συνεχώς. Στενοί του συνεργάτες, αφήνουν τώρα να διαρρεύσει ότι μόλις λάβει την στήριξη της Γερουσίας -που θεωρείται βέβαιη- μπορεί να προσπαθήσει να μεταβεί στο Προεδρικό Μέγαρο, λίγο πριν εκφρασθεί η Βουλή -η ψηφοφορία των βουλευτών διαρκεί περισσότερο- επί της πρότασης μομφής.

Στόχος του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, να ζητήσει από τον πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας, Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, μια νέα εντολή για διεύρυνση της κυβερνητικής πλειοψηφίας προς το χριστιανοδημοκρατικό κέντρο Udc και κάποιους «μεταμελημένους συνοδοιπόρους» του Τζιανφράνκο Φίνι.