O Ορσον Γουέλς είχε πει ότι η αξία μιας ταινίας φαίνεται από την εισαγωγή της και στην περίπτωση του «Είμαι ο έρωτας» («Ιo sono l΄amore», 2009, Ιταλία) του Λούκα Γκουαντανίνο η ατάκα τον δικαιώνει. Από την πρώτη κιόλας σκηνή τού φιλμ μπαίνεις σε ένα πολύ ιδιαίτερο σύμπαν και δεν θα περάσει πολλή ώρα ώσπου να νιώσεις ότι αυτό το σύμπαν θα σε συνεπάρει.

Σε ένα πανέμορφο κτίσμα παρακολουθούμε με κάθε λεπτομέρεια την προετοιμασία ενός δείπνου. Πρόκειται για την κατοικία μιας αριστοκρατικής οικογένειας βιομηχάνων στο Μιλάνο. Κάθε τι μυρίζει παράδοση, χλιδή και χρήμα. Φωτισμός χαμηλός, ο κόσμος μιλά σιγανά και ο φακός καταγράφει κάθε γωνία, κάθε δωμάτιο, κάθε σκαλοπάτι, κάθε σερβίτσιο, κάθε πρόσωπο σαν να τα χαϊδεύει. Η Τίλντα Σουίντον πιο όμορφη (και πιο σέξι) από ποτέ, είναι η οικοδέσποινα. Ολιγομίλητη, σκεπτική, σαν κάτι να την απασχολεί. Ρωσίδα που παντρεύτηκε Ιταλό, με τα χρόνια αποξενώθηκε και η επικοινωνία της με τους υπολοίπους περιορίζεται στα στοιχειώδη. Ωσπου κάτι θα σπάσει τη σιωπή της, θα ανατρέψει τη βολή της και θα τη στοιχειώσει για πάντα.

Παρακολουθώντας το «Είμαι ο έρωτας» ένιωθα ότι συναντούσα τον Μικελάντζελο Αντονιόνι και τον Λουκίνο Βισκόντι στην ίδια ταινία, ένα μελόδραμα που θα ζήλευε ακόμη και ο Ντάγκλας Σερκ. Το μεγαλείο αυτής της ταινίας είναι κυρίως η αισθητική της εικόνας της, επειδή όλα «βγαίνουν» χωρίς να λέγονται, μέσα από βλέμματα, χειρονομίες και κάδρα που σφραγίζονται για πάντα στη μνήμη.

Η παράξενη κυρία Σουίντον

Μια από τις πιο ανορθόδοξες μορφές του κινηματογράφου, η 50χρονη Σκωτσέζα Τίλντα Σουίντον, εκτός από πρωταγωνίστρια είναι συμπαραγωγός τού «Εγώ είμαι ο έρωτας». Τα ανορθόδοξα χαρακτηριστικά του προσώπου της έχουν παίξει τεράστιο ρόλο στη δημοτικότητά της. Σπανίως βάφει το πρόσωπό της όταν δεν εργάζεται και συχνά έχει παρεξηγηθεί ως άνδρας (η ίδια έχει πει ότι την περνούν για άνδρα). Οι ρόλοι ανδρών την έχουν ακολουθήσει και στη δουλειά της. Υποδύθηκε τον Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ στο «Μότσαρτ και Σαλιέρι», ενώ στο «Ορλάντο» (1991) την πιο γνωστή ταινία της, ήταν η κομψή, αθάνατη νεότητα, άλλοτε με τη μορφή γυναίκας, άλλοτε άνδρα. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξή της έπαιξε η συνεργασία της με τον βρετανό δημιουργό Ντέρεκ Τζάρμαν («Καραβάτζιο», «Ο κήπος» και «Βιτγκενστάιν») και ενίοτε εμφανίζεται σε αμερικανικές παραγωγές όπως τα «Σπασμένα λουλούδια» του Τζιμ Τζάρμους. Ανθρωπος χαμηλών τόνων και χωρίς έπαρση, η Σουίντον αποδέχθηκε με ταπεινότητα ακόμη και το Οσκαρ που απέκτησε παίζοντας στο «Μάικλ Κλέιτον». « Με πάσα ειλικρίνεια το μόνο που άλλαξε στη ζωή μου μετά το Οσκαρ είναι ότι ο κόσμος με ρωτά αν άλλαξε η ζωή μου μετά το Οσκαρ » έχει πει χαρακτηριστικά. Τέρατα της επιστήμης και του βυθού

«Πιράνχας 3D» («Ρiranha 3 D», ΗΠΑ, 2010). Λυσσαλέο κομμάτιασμα της ανθρώπινης σάρκας σε ένα b-movie τριών διαστάσεων που «ανανεώνει» μια ιστορία η οποία έγινε ταινία στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Χιλιάδες πεινασμένα, ανθρωποφάγα πιράνχας απελευθερώνονται ύστερα από έναν υποθαλάσσιο σεισμό στην περιοχή μιας λίμνης των Ηνωμένων Πολιτειών που αποτελεί ειδυλλιακό τουριστικό θέρετρο. Με τις κοφτερές μασέλες τους να ανοιγοκλείνουν διαρκώς σαν τανάλιες, τα πιράνχας δεν αφήνουν τίποτε όρθιο την ώρα που η σερίφης της περιοχής ( Ελίζαμπεθ Σου ) προσπαθεί να βρει τρόπους για να τα σταματήσει. Ο γάλλος σκηνοθέτης Αλεξάντρ Αζά (στο ενεργητικό του έχει ένα ακόμη αιμόφυρτο ριμέικ, το «Αίμα στους λόφους») μπολιάζει στην ιστορία του διεστραμμένο χιούμορ: στην περιοχή όπου τα πιράνχας επιτίθενται, γίνονται γυρίσματα σοφτ πορνό, με αποτέλεσμα τα γυμνά γυναικεία σώματα να καταστρέφονται ολοσχερώς. Χάιλαιτ, η μπουκιά ενός πέους το οποίο εν συνεχεία προκαλεί δυσπεψία στο πιράνχας που το ξερνά. Το τρισδιάστατο φορμά πάντως λειτουργεί αποτελεσματικά για το είδος της ταινίας και πολλές φορές έπιασα τον εαυτό μου να σκύβει, λες και έτσι θα αποφύγει την επίθεση του τέρατος.

«Splice» (ΗΠΑ, 2010). Παραλλαγή του μύθου του τέρατος του Φρανκενστάιν, σύμφωνα με την οποία ένα ζευγάρι επιστημόνων ( Σάρα Πόλεϊ- Εντριαν Μπρόντι ) που εργάζεται για λογαριασμό φαρμακευτικής εταιρείας πειραματίζεται αναμειγνύοντας ανθρώπινο DΝΑ με ζωικό. Το αποτέλεσμα είναι ένα τέρας, την ύπαρξη του οποίου το ζευγάρι κρατά μυστική αποφασισμένο να το αναθρέψει σαν να ήταν το παιδί που ποτέ δεν έκανε. Οσο το βρέφος προχωρεί προς την εφηβεία τόσο η φαντασία των δημιουργών της ταινίας οργιάζει, ώσπου το όλο θέμα καταλήγει σε μια αντιαισθητική γελοιότητα, με το φαλακρό τέρας που είναι θηλυκού γένους να αποκτά φτερά και να παραπλανά τον άνδρα στο κρεβάτι, προκαλώντας τη ζήλια της συντρόφου του.

Υιοθεσίες, εξωσωματικές, πειράματα και ριμέικ

Μητέρες και κόρες που δεν συναντήθηκαν ποτέ, γυναίκες που προσπαθούν να υιοθετήσουν, γυναίκες οι οποίες την τελευταία στιγμή αποφασίζουν να μην παραχωρήσουν το παιδί τους για υιοθεσία. Δράμα με τα όλα του αλλά ποτέ καταθλιπτικό και βαρύ ώστε να γίνει καταθλιπτικό, το «Μέχρι να σε βρω» («Μother and child», ΗΠΑ, 2010) του Ροντρίγκο Γκαρσία θίγει με αξιοπρέπεια ένα ζήτημα το οποίο δεν θα πάψει ποτέ να συγκινεί και να προβληματίζει. Τρεις ιστορίες διασταυρώνονται για να δημιουργήσουν ένα ενιαίο, συμπαγές σύνολο που ρέει ευκίνητα, διαυγές στα μηνύματα ανθρωπιάς που θέλει να περάσει. Πολύ καλές στους ρόλους τους οι Ναόμι Γουότς και Ανέτ Μπένινγκ. (Στη φωτογραφία ο Σάμιουελ Τζάκσον και η Γουότς.)

Το «Μέσα στο δάσος» (2010), τρίτη ταινία μεγάλου μήκους του Αγγελου Φραντζή, είναι ένα ανορθόδοξο φιλμ που πολύ δύσκολα κατατάσσεται σε είδος- κάτι που συμβάλλει στη γοητεία του. Ανθρωπος και φύση γίνονται ένα μέσα από την πορεία τριών ανθρώπων ( Κάτια Γκουλιώνη, Ιάκωβο Καμχή, Νέιθαν Πισόορτ ) στο ύπαιθρο. Ο χώρος ποτέ δεν κα τονομάζεται, ποτέ δεν μαθαίνουμε τα ονόματα των ηρώων και ιστορία με την παραδοσιακή έννοια του όρου δεν υπάρχει. Το φιλμ είναι περισσότερο μια άσκηση ύφους με στόχο να γαργαλήσει τις αισθήσεις του θεατή, κάτι που καταφέρνει χωρίς ποτέ να εκβιάζει συναισθήματα. Πηγαίο, αυθόρμητο και γνήσια πρωτόγονο (γυρίστηκε άλλωστε με μια φωτογραφική μηχανή).

Στον «Δωρητή σπέρματος» («Τhe switch», ΗΠΑ, 2010) των Τζος Γκόρντον , Γουίλ Σπεκ, μια επιτυχημένη 40άρα καριέρας ( Τζένιφερ Ανιστον ) θέλει παιδί και αποφασίζει να το αποκτήσει εξωσωματικά. Ο καλύτερός της φίλος ( Τζέισον Μπέιτμαν ), άνθρωπος προσγειωμένος και εναντίον του ρίσκου ζηλεύει. Αποφασίζει να κάνει… πειρατεία στο σπέρμα και το αλλάζει με το δικό του. Θα περάσουν επτά χρόνια, το παιδί θα μεγαλώσει ( Τόμας Ρόμπινσον ) και η ταινία θα πάρει μπροστά. Μοιάζει με παραλλαγή τού «Οταν ο Χάρι γνώρισε τη Σάλι» και του «Γάμου του καλύτερού μου φίλου», αλλά ο μικρός είναι που κλέβει την παράσταση γιατί είναι καταπληκτικός ως μικρογραφία του μυστικού μπαμπά του.

Με φόντο την αχανή έρημο της Κίνας, η τελευταία ταινία του Ζανγκ Γιμού «Μια γυναίκα, ένα όπλο και ένα Νoodle Βar» («Α woman, a gun and a noodle shop», Κίνα, 2010) είναι εμπνευσμένη από το «Μόνο αίμα» (1984), πρώτη ταινία των αδελφών Τζόελ και Ιθαν Κόεν. Ο ιδιοκτήτης μιας καντίνας μαθαίνει ότι η γυναίκα του διατηρεί ερωτικό δεσμό και αναθέτει τη δολοφονία των παράνομων εραστών σε έναν διεφθαρμένο αστυνομικό. Εκείνος έχει διαφορετικά σχέδια στο μυαλό του. Για αδιευκρίνιστους λόγους η ταινία προσπαθεί να λειτουργήσει ως φαρσοκωμωδία και αυτοακυρώνεται. Μυστήριο γιατί όλοι οι ηθοποιοί (πλην του αστυνομικού) έπρεπε να κάνουν τόσες πολλές γκριμάτσες, να βγάζουν τόσες πολλές άναρθρες κραυγές και να κάνουν τούμπες χοροπηδώντας σαν κλόουν σε τσίρκο.

«Great directors» (ΗΠΑ, 2009). Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Αντζελας Ισμαΐλου είναι μια σειρά από συνεντεύξεις με τους αγαπημένους σκηνοθέτες της οι οποίοι, απευθυνόμενοι στον φακό της, εξηγούν τι ήταν αυτό που τους έκανε να αποκτήσουν μια ιδιαίτερη επαφή με τον κινηματογράφο, η οποία στη συνέχεια έγινε επάγγελμα. Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι θυμάται τον Πιερ-Πάολο Παζολίνι, ο Ντέιβιντ Λιντς μνημονεύει τη συνάντησή του με τον Μελ Μπρουκς, οι Βρετανοί Κεν Λόουτς και Στίβεν Φρίαρς μιλούν για τις πολιτικοποιημένες ταινίες τους. Βλέποντας την ταινία, ένιωσα ότι παρακολουθώ master classes όλων αυτών των δημιουργών και να μπαίνω, για λίγο, στον κόσμο τους.

Η ελευθερία στη γραφή είναι το στοιχείο που ξεχωρίζει στην «Ταξιδιάρικη ψυχή» (2009) της Αγγελικής Αριστομενοπούλου, μια ακτινογραφία του θρύλου της ελληνικής ροκ μουσικής Γιάννη Αγγελάκα . Ο φακός καταγράφει τον πρώην αρχηγό των «Τρυπών» και των «Επισκεπτών» να μιλά για τις επιρροές του στη δεκαετία του ΄70, να εξομολογείται την απογοήτευσή του από τον Μίκη Θεοδωράκη και κυρίως να παράγει μουσική με τους συναδέλφους του, σκεπτόμενος πάντα με τη λογική της ομάδας. «Ημασταν αποφασισμένοι από την αρχή» λέει στην αρχή της ταινίας. «Η μουσική ήταν ένας τρόπος να συντηρήσουμε κάτι από την ψυχή μας που ήταν έτοιμοι να μας την αρπάξουν». Τίποτε φτιαχτό, τίποτε στημένο, όλα χύμα και τσουβαλάτα όπως, στην ουσία, είναι ο ίδιος ο Αγγελάκας.

Ντοκυμαντέρ από την Ελλάδα και το… Κονγκό

Κατάφεραν το θαύμα μετατρέποντας σε όπλο την ίδια την αδυναμία τους. Τέσσερις παραπληγικοί, ένα «υιοθετημένο» άστεγο αλάνι και πέντε ακόμη «κανονικοί» μουσικοί- χωρίς κάποια πάθηση-, κάτοικοι όλοι μιας πάμπτωχης χώρας όπως το Κονγκό, βρέθηκαν στην κορυφή των τσαρτς προσφέροντας όχι μόνο μουσικές νότες που ξεπερνούν τα όρια της κονγκολέζικης ρούμπας αλλά και μηνύματα ελπίδας σε όλον τον κόσμο (τους είδαμε στην Ελλάδα το περασμένο καλοκαίρι). Ο Ρίκι, ο Κόκο, ο Ρότζερ και ο Τέο είναι πραγματικές δυνάμεις της φύσης που μεταμορφώθηκαν χάρη σε μια θέληση φτιαγμένη από ατσάλι και το ντοκυμαντέρ τους ακολουθεί από τους σκοτεινούς δρόμους και τον ζωολογικό κήπο της Κινσάσα (όπου κάποτε ζούσαν) ως τα πιο hype νάιτκλαμπ του Αμστερνταμ όπου έχουν δώσει παραστάσεις.