Αν οι προσπάθειές μας να προστατεύσουμε την καρδιά μας αποτύχουν, καλό είναι να γνωρίζουμε ότι η επιστήμη μπορεί να βοηθήσει. Μια κλινική μελέτη φαρμάκου για την αντιμετώπιση της χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας η οποία παρουσιάστηκε στο πρόσφατο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας στη Στοκχόλμη, καθώς και η έγκριση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ) ενός φαρμάκου για τη αντιμετώπιση ασθενών με παροξυσμική ή εμμένουσα κολπική μαρμαρυγή αποτελούν απόδειξη ότι οι επιστήμονες δεν παραιτούνται από τη μάχη κατά των καρδιαγγειακών νοσημάτων.

«Ακριβή μου» κολπική μαρμαρυγή…

Η κολπική μαρμαρυγή αποτελεί τη συχνότερη μορφή καρδιακής αρρυθμίας. Παρά το γεγονός ότι ο επιπολασμός της κολπικής μαρμαρυγής είναι 1%-2% στον γενικό πληθυσμό, τα κρούσματα αυξάνονται με την ηλικία φθάνοντας στο 5%-15% σε ανθρώπους ηλικίας 80 ετών και άνω. Σήμερα ο αριθμός των ατόμων που πάσχουν από κολπική μαρμαρυγή στην ΕΕ υπολογίζεται σε 4,5 εκατομμύρια, ενώ στη χώρα μας ο αριθμός των ασθενών ξεπερνά τα 100.000 άτομα.

Η νόσος προκύπτει όταν διαταράσσεται η ηλεκτρική λειτουργία του καρδιακού μυός. Υπό κανονικές συνθήκες ο ηλεκτρικός διεγέρτης της καρδιάς (ο φλεβόκομβος, όπως τον ονομάζουν οι γιατροί) δημιουργεί ένα ηλεκτρικό ερέθισμα στους κόλπους της καρδιάς το οποίο μεταφέρεται συντονισμένα στις κοιλίες. Στους ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή πολλές μη φυσιολογικές εστίες ηλεκτρικής διέγερσης εμφανίζονται στους κόλπους της καρδιάς, με αποτέλεσμα αυτοί να εμφανίζουν ασυντόνιστη δραστηριότητα με ακανόνιστους και γρήγορους παλμούς.

Οι γιατροί ταξινομούν την κολπική μαρμαρυγή σε τέσσερις κατηγορίες: την παροξυσμική (η οποία σταματά χωρίς παρέμβαση), την εμμένουσα (η οποία διατηρείται για διάστημα μεγαλύτερο των επτά ημερών ή απαιτεί ανάταξη του φλεκομβικού ρυθμού), την μακράς διάρκειας εμμένουσα (η οποία διαρκεί περισσότερο από έναν χρόνο) και τη μόνιμη (η οποία έχει γίνει αποδεκτή από τον ασθενή και τον γιατρό). Πολλές φορές ένας ασθενής μπορεί να παρουσιάζει ταυτόχρονα περισσότερες από μία κατηγορίες κολπικής μαρμαρυγής.

Καθώς η κολπική μαρμαρυγή αποτελεί την πιο συνηθισμένη μορφή αρρυθμίας στην κλινική πράξη (ευθύνεται περίπου για το ένα τρίτο των νοσηλειών λόγω διαταραχής του καρδιακού ρυθμού), το κοινωνικοοικονομικό κόστος της εμφανίζεται αυξημένο διεθνώς. Φυσικά η χώρα μας δεν αποτελεί εξαίρεση, όπως κατέδειξε σχετική μελέτη με θέμα «Διαχείριση και οικονομική αξιολόγηση της κολπικής μαρμαρυγής στην Ελλάδα», η οποία πραγματοποιήθηκε από τον Τομέα Οικονομικών της Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ) με την υποστήριξη της φαρμακευτικής εταιρείας Sanofi-aventis. Σύμφωνα με τον επιστημονικά υπεύθυνο της μελέτης καθηγητή κ. Ιωάννη Κυριόπουλο, « η κολπική μαρμαρυγή αποδεικνύεται ιδιαίτερα ακριβή για το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Υπολογίσαμε ότι το νόσημα αυτό κοστίζει ετησίως κατά μέσον όρο σχεδόν 3.000 ευρώ ανά ασθενή,κόστος το οποίο μπορεί να εκτιναχθεί στα 6.500 ευρώαν χρειαστεί επεμβατική μέθοδος. Με αυτά τα δεδομένα, οι περίπου 100.000 έλληνες ασθενείςκοστίζουν σε ετήσια βάση σχεδόν 300 εκατ.ευρώ ».

Η έρευνα διεξήχθη το χρονικό διάστημα Ιουνίου- Ιουλίου 2009 και σε αυτή συμμετείχαν 150 καρδιολόγοι από όλη τη χώρα. Σύμφωνα με τον κ. Κυριόπουλο, « σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της νόσου,οι πλειονότητα των γιατρών (89,6%) επιλέγει τη χορήγηση φαρμακοθεραπείας ως αρχικής θεραπευτικής αντιμετώπισης.Το 5,2% των ασθενών αντιμετωπίζεται με επεμβατική διαδικασία, ενώ ένα ποσοστό 5,2% δεν λαμβάνει καμία θεραπεία. Η επικρατέστερη θεραπευτική στρατηγική (60%) είναι η αποκατάσταση και διατήρηση του φλεβοκομβικού ρυθμού μέσω ανάταξης ή/και χορήγησης αντιαρρυθμικής αγωγής ».

Πρόσφατα ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ) προσέθεσε άλλο ένα όπλο στη φαρέτρα των καρδιολόγων, εγκρίνοντας το αντιαρρυθμικό φάρμακο δρονεδαρόνη για την αντιμετώπιση ασθενών με παροξυσμική ή εμμένουσα κολπική μαρμαρυγή. Το σκεύασμα αναμένεται να κυκλοφορήσει στην Ελλάδα με την έκδοση του επόμενου δελτίου τιμών συνταγογραφούμενων ιδιοσκευασμάτων.

Καλά νέα και για την ανεπάρκεια
Με τον όρο «καρδιακή ανεπάρκεια» οι γιατροί περιγράφουν ένα περίπλοκο σύνδρομο το οποίο χαρακτηρίζεται από τη μείωση της ικανότητας της καρδιάς να αντλεί αποτελεσματικά και να διατηρεί σταθερή επαρκή κυκλοφορία για την κάλυψη των σωματικών αναγκών. Με άλλα λόγια, στην καρδιακή ανεπάρκεια η καρδιά δεν επαρκεί για να επιτελέσει το έργο της, να μεταφέρει δηλαδή το οξυγονωμένο αίμα σε όλους τους ιστούς του σώματος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι ασθενείς να εμφανίζουν δύσπνοια, κόπωση, δυσανεξία στην άσκηση, κατακράτηση υγρών καθώς και περισσότερο γενικά συμπτώματα όπως συχνοουρία ή έλλειψη διάθεσης για φαγητό.

Σύμφωνα με πρόσφατες στατιστικές, στις βιομηχανοποιημένες χώρες η νόσος αφορά το 2%-3% ολόκληρου του πληθυσμού. Ο αριθμός των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια στην ΕΕ αγγίζει τα 15 εκατομμύρια άτομα, ενώ η νόσος αντιπροσωπεύει το 10% των εισαγωγών σε νοσοκομείο.

Η κολπική μαρμαρυγή μπορεί να είναι ένας από τους παράγοντες οι οποίοι οδηγούν σε εμφάνιση καρδιακής ανεπάρκειας. Αλλοι παράγοντες είναι η υπέρταση, οι βαλβιδοπάθειες, οι μυοκαρδιοπάθειες, οι συγγενείς καρδιοπάθειες και οι μολύνσεις των καρδιακών βαλβίδων (ενδοκαρδίδιτιδες) ή του καρδιακού μυός (μυοκαρδίτιδες).

Η πρόγνωση για τους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια δεν είναι καλή: υπολογίζεται ότι το 50% από αυτούς πεθαίνει σε 4 χρόνια, ενώ η ποιότητα της ζωής τους είναι σημαντικά μειωμένη. Ωστόσο οι σημερινοί ασθενείς έχουν ήδη πολύ περισσότερα πλεονεκτήματα σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες, καθώς διαφορετικές κατηγορίες φαρμάκων έχουν αξιοποιηθεί στην αντιμετώπιση της νόσου. Στην υπάρχουσα φαρέτρα των καρδιολόγων για την αντιμετώπιση της καρδιακής ανεπάρκειας, η οποία περιλαμβάνει αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου Αγγειοτενσίνης και βαποκλειστές, έρχεται τώρα να προστεθεί και ένα νέο φάρμακο το οποίο μειώνει την καρδιακή συχνότητα.

Σύμφωνα με τη μελέτη SΗΙFΤ (Systolic Ηeart Failure Τreatment with the Ιf Ιnhibitor Ιvabradine Τrial) για τη χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια η οποία παρουσιάστηκε στις 29 Αυγούστου του 2010 στο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας στη Στοκχόλμη, η προσθήκη Ιvabradine (Ιβαμπραδίνης), του ειδικού παράγοντα μείωσης της καρδιακής συχνότητας, στην τυπική αγωγή μειώνει πάνω από 25% τον κίνδυνο θανάτου και νοσηλείας στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η μελέτη SΗΙFΤ αποτελεί τη μεγαλύτερη μελέτη νοσηρότητας που έχει γίνει ως σήμερα, καθώς σε αυτή συμμετείχαν πάνω από 6.500 ασθενείς από 37 χώρες. (Οι ασθενείς εμφάνιζαν από ήπια ως σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια και καρδιακή συχνότητα πάνω από 70 παλμούς το λεπτό και ήταν υπό ιατρική παρακολούθηση για περισσότερο από 23 μήνες.)

Η εν λόγω μελέτη κατέδειξε ότι η υψηλή καρδιακή συχνότητα δεν είναι καλή για τους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, γεγονός που αναμένεται να επηρεάσει την κλινική πράξη. Σύμφωνα με τον εκλεγμένο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας καθηγητή Παν αγιώτη Βάρδα: « Ακόμη και με την υπάρχουσα θεραπεία, η οποία έχει βελτιώσει σημαντικά τις εκβάσεις τις τελευταίες δύο δεκαετίες,η πρόγνωση των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια παραμένει φτωχή. Τα αποτελέσματα της μελέτης SΗΙFΤ απέδειξαν ότι η Ιβαμπραδίνη μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο θανάτου και νοσηλείας λόγω καρδιακής ανεπάρκειας σε ασθενείς που βρισκόταν ήδη σε αγωγή με β-αποκλειστές.Υπό το φως των νέων ευρημάτων θα πρέπει να εξετάζουμε το ενδεχόμενο χορήγησης του παράγοντα μείωσης της καρδιακής συχνότητας σε συνδυασμό με την υπάρχουσα αγωγή ».

Η ΕΛΠΙΔΑ ΤΗΣ ΦΑΡΜΑΚΟΓΕΝΕΤΙΚΗΣ
Γιατί άραγε οι καρδιοπάθειες εξακολουθούν να είναι η πρώτη αιτία θανάτου των πληθυσμών όλων των ανεπτυγμένων χωρών; Το ερώτημα αυτό απασχολεί τους επιστήμονες,οι οποίοι εκτιμούν ότι υπάρχουν ακόμη πολλά περιθώρια βελτίωσης της ιατρικής πρακτικής.Σύμφωνα με τον καθηγητή Καρδιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Δημήτριο Κρεμαστινό, «η λύση στον παραπάνω γρίφο θα δοθεί από την εξατομίκευση της θεραπείας.Το διαφορετικό γονιδιακό υπόστρωμα του κάθε ανθρώπου,που παλαιότερα ονομαζόταν ιδιοσυστασία του ασθενούς,παίζει μεγάλο ρόλο στην αποτελεσματικότητα των φαρμάκων.Ενα φάρμακο που είναι αποτελεσματικό για κάποιον ασθενή μπορεί να μη δρα καθόλου σε έναν άλλον. Το ίδιο συμβαίνει και με τις παρενέργειες,μερικές από τις οποίες είναι από πολύ σοβαρές ως και θανατηφόρες.Εκτιμώ ότι στο άμεσο μέλλον με την πρόοδο της Φαρμακογενετικής θα υπάρξουν εντυπωσιακά αποτελέσματα.Η Φαρμακογενετική ερευνά τα γονίδια εκείνα που υποδεικνύουν ποια φάρμακα θα είναι αποτελεσματικά για τον συγκεκριμένο ασθενή,ποια θα είναι λιγότερο αποτελεσματικά ή και ανενεργά και ποια θα του προκαλούν συγκεκριμένες παρενέργειες.Ετσι ο γιατρός στο άμεσο μέλλον με τη βοήθεια της Φαρμακογενετικής θα μπορεί να επιλέγει το πλέον αποτελεσματικό και το πλέον ασφαλές φάρμακο για τον ασθενή του».