H έκδοση είναι συμπαθητική, προσεγμένη, προϊόν αγάπης. Ενός πολύ μικρού πρακτορείου και εκδοτικού οίκου (Αria-Νord) που ίδρυσαν στη Βόρεια Γαλλία δημοσιογράφοι άνεργοι γιατί οι εφημερίδες τους έκλεισαν ή άλλαξαν ιδιοκτήτες και πολιτική (ή κρίση…) και γιατί δεν ήθελαν να πάνε αλλού ή «να πουληθούν με τα έπιπλα» και να γράφουν τα αντίθετα με τα όσα πίστευαν.

Η «μαγιά» ήταν οι αποζημιώσεις τους που ο γαλλικός νόμος, με αγώνες των ενώσεων συντακτών, εξασφαλίζει και στους απολυμένους και σε όσους αποχωρούν για συνειδησιακούς λόγους όταν μια έκδοση αλλάζει εκδότη ή «γραμμή».

«Η πορεία στον αιώνα ενός ενταγμένου δημοσιογράφου», δηλαδή του Πολ Παριζό (1917-2007), είναι η ελληνική απόδοση του τίτλου αυτού του βιβλίου, που στηρίζεται σε πολύωρες συνομιλίες με δύο πολύ πιο νέους συναδέλφους του, της Μαρί-Μαρτίν Σαμπάρ και του Αλέν Γκογκέ (την έκδοση συμπληρώνει και ένα βίντεο 105 λεπτών όπου και περιλαμβάνονται διάφορα ντοκουμέντα και μαρτυρίες). Ο Πολ Παριζό, ένας από τους σημαντικούς γάλλους δημοσιογράφους της εποχής του, ειδικευμένος πρώτα στα διεθνή και μετά στα εργατικά ζητήματα, ήταν για πολλά χρόνια πρόεδρος ενός από τα τέσσερα μεγάλα γαλλικά δημοσιογραφικά συνδικάτα (και όχι «ενώσεις»), του SJF-CFDΤ και από το 1975 ως το 1984 πρώτα αντιπρόεδρος και μετά πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων. Πήρε έτσι ενεργό μέρος στη δύσκολη μάχη για την υπερψήφιση από το συνέδριο του Μονάχου της Διεθνούς Διακήρυξης των Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων του Δημοσιογράφων (1971), ένα από τα πιο σημαντικά κείμενα για τη δεοντολογία του δημοσιογραφικού επαγγέλματος αλλά που, δυστυχώς, οι εκδότες δεν προσυπογράφουν. Τον γνώριζα καλά. Ηταν μάλιστα από τους πρώτους ανθρώπους που επισκέφτηκα φτάνοντας το 1950 στο Παρίσι και συναντηθήκαμε από τότε πολλές φορές σε εφημερίδες, περιοδικά και συνδικαλιστικές προσπάθειες. Δεν ήταν συνεπώς έκπληξη για μένα η αγάπη που έτρεφαν για αυτόν τόσα νέα παιδιά, φίλοι αλλά και αντίπαλοι, που τον είχαν γνωρίσει στη δουλειά ή στο συνδικάτο. Μια εξήγηση μπορεί να προσφέρει το αίσθημα νοσταλγίας πολλών νέων συναδέλφων για έναν τελείως διαφορετικό από τον σημερινό τρόπο να βιώνεις τη δημοσιογραφία παραμένοντας, χωρίς να προδίδεις τη δεοντολογία της, ενεργός και ενταγμένος πολίτης.

Ο Πολ Παριζό ήταν μάλιστα κάτι παραπάνω από αυτό. Από ένστικτο, διάλεγε πάντα χωρίς να το πολυσκεφτεί τη δυσκολία. Και από πεποίθηση πίστευε, μαζί με τον Χεμινγκγουέι, ότι ένας άνθρωπος μοναχικών δρόμων είναι ένας άνθρωπος που επιλέγει τον θάνατο. Και να η ένταξη σε πολιτικές και συνδικαλιστικές συλλογικότητες.

Στα δεκάξι του (δεκαετία του ΄30) αποφάσισε έτσι να διακόψει τις σπουδές του προτού τελειώσει το γυμνάσιο γιατί ήθελε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στην κοινωνία για να την αλλάξει. Ο αυστηρός πατέρας του, γενικός διευθυντής των πασίγνωστων Γκαλερί Λαφαγέτ, τον πέταξε έξω από το σπίτι. Εντάχτηκε αμέσως πρώτα στη Σοσιαλιστική Νεολαία, και μετά, με αρκετούς συντρόφους του, σε τροτσκιστικές οργανώσεις. Με τον πόλεμο επιστρατεύτηκε,

Ο Φρανσουά Μιτεράν (στο κέντρο) ήταν ο πολιτικός με τον οποίο συνεργάστηκε ο Παριζό ως το τέλος

μετά την ήττα της Γαλλίας, συμμάχησε με την Αντίσταση χωρίς να οργανωθεί σε ομάδες, τον συνέλαβαν δύο φορές, ήταν ήδη στέλεχος του Διεθνιστικού ΚΚ, έγινε και γραμματέας του. Ακολούθησαν διαφωνίες, αποχώρησε, πήρε μέρος στην ίδρυση ενός εφήμερου πολιτικού σχήματος με τον Σαρτρ, τον Νταβίντ Ρουσέ κ.ά. και ξαναγράφτηκε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα για να αποχωρήσει αργότερα λόγω του πολέμου στην Ινδοκίνα και μετά στην Αλγερία, συμμετέχοντας στην ίδρυση του (ιστορικού) Ενωμένου Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΜεντέςΦρανς, Ροκάρ κ.ά.) και τέλος ξανά στο νέο ΣΚ, με τον Μιτεράν, όπου και παρέμεινε ως τον θάνατό του. Τη δημοσιογραφία την ξεκίνησε πρώτα από μικρές αριστερές εφημερίδες, μετά στη μεγάλη αριστερών σοσιαλιστικών τάσεων εφημερίδα «Franc-Τireur» (Ελεύθερος Σκοπευτής) που ιδρύθηκε μέσα στην παρανομία της κατοχής και που έφτασε στη δεκαετία του ΄50 τα 600.000 αντίτυπα αλλά μετά έχασε την αυτονομία της και έκλεισε. Στη συνέχεια, και για τριάντα χρόνια, εργάστηκε στη «France-Soir» της μεγάλης της εποχής, τη μεγαλύτερη λαϊκή μεταπολεμική γαλλική εφημερίδα αλλά δημοσιογραφικά άρτια και αξιοπρεπή, ως υπεύθυνος του ρεπορτάζ για τα εργατικά. Προηγουμένως είχε πάρει μέρος στην ίδρυση του βδομαδιάτικου «Demain» (κύριος στόχος η αλλαγή στην Αλγερία) και συνεργάστηκε με τη σοσιαλιστική επιθεώρηση Gauche Εuropeenne (Ευρωπαϊκή Αριστερά) που έδωσε τη μάχη για την ευρωπαϊκή ενοποίηση και συνίδρυσε το περιοδικό Ρreuves (Αποδείξεις), προοδευτικό και αντισταλινικό, που άφησε εποχή.

Τελικά η γραμμή πλεύσης του ήταν μία: η δημοκρατία, οι ελευθερίες, η ανεξαρτησία των δημοσιογράφων, η ένταξη σε κοινωνικούς αγώνες, η μάχη εναντίον όλων των ολοκληρωτισμών. Πολλοί Ελληνες, αν τους δοθεί η τύχη να διαβάσουν αυτό το βιβλίο, θα ανακαλύψουν έναν κόσμο και ανθρώπους που λίγοι γνωρίζουν εδώ και που διαμόρφωσαν τη μεταπολεμική Ευρώπη. Ισως πολλά από τα σημερινά δεινά, με την ηθική και πολιτική κρίση που μαστίζει όλες τις χώρες μας, να οφείλονται στην άγνοια των όσων προηγήθηκαν…