Η συνεχιζόμενη κρίση χρέους και οι ανανεωμένες ανησυχίες αναφορικά με την υγεία του τραπεζικού συστήματος επανέφεραν το θολό επενδυτικό τοπίο στην ευρωζώνη. Την ίδια ώρα οι αγορές παραμένουν επιφυλακτικές, προσπαθώντας να μαντέψουν τις πιθανές δημοσιονομικές, νομισματικές και πολιτικές επιπτώσεις. Στον δημοσιονομικό τομέα, δεν αποκλείεται ορισμένες κυβερνήσεις να αναγκαστούν να παράσχουν πρόσθετα κεφάλαια στις τράπεζες, πιέζοντας όμως έτσι τα μεγέθη των προϋπολογισμών τους. Στον νομισματικό τομέα, η ΕΚΤ ίσως αναγκαστεί να επεκτείνει χρονικά τα μέτρα βελτίωσης της ρευστότητας, ενώ οι πιέσεις των αγορών στην ευρωπαϊκή «περιφέρεια» αναμένεται να επηρεάσουν και το ευρώ.

Σε αυτή τη φάση δεν είναι σαφές αν οι πιέσεις των αγορών οδηγούν σε νέες εξελίξεις ή αν πολλά από τα προβλήματα της ευρωζώνης βρίσκονται ήδη στις τιμές. Ωστόσο το σίγουρο είναι πως πολλοί από τους συμμετέχοντες στις αγορές προτιμούν «να μείνουν για λίγο μακριά από τις εξελίξεις».

Για τις χρηματαγορές πάντως, ως σήμερα οι Αρχές της ευρωζώνης αντιμετωπίζουν την κρίση χρέους ως μια κρίση ρευστότητας, ενώ οι αγορές τείνουν να θεωρούν ότι η καρδιά του προβλήματος είναι η αφερεγγυότητα ενός ή περισσότερων κρατών.

Για μια ομάδα οικονομολόγων μάλιστα, προκειμένου να καθησυχάσουν τις αγορές, οι Αρχές πρέπει να αναπτύξουν ένα σχέδιο που να επιτρέπει ακόμη και την ελεγχόμενη χρεοκοπία, με ελάχιστο κόστος για τους φορολογούμενους και με ένα δίχτυ ασφαλείας για τους επενδυτές στο ευρωπαϊκό χρέος.

Χωρίς ένα τέτοιο σχέδιο, λένε, οι αδύναμες χώρες θα παραμείνουν μια εν δυνάμει απειλή για τη σταθερότητα του ευρώ και της ευρωζώνης. Για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο, εκτιμούν, θα πρέπει η κρίση και ο κίνδυνος κατάρρευσης στη ζώνη του ευρώ να ενταθούν. Κάτι τέτοιο υποστηρίζουν είναι αρκετά πιθανό μέσα στα επόμενα 1-2 χρόνια. Αυτοί που δεν πιστεύουν δε ότι η Ελλάδα θα τα καταφέρει, υποστηρίζουν πως ακόμη και αν εφαρμοστεί το πακέτο των περικοπών και το σχέδιο της τρόικας, το κόστος εξυπηρέτησης (εφόσον το μέσο επιτόκιο είναι 5%) του χρέους της Ελλάδας θα παραμείνει στο υψηλό και ίσως απαγορευτικό 7,5% του ΑΕΠ. Εστω και αν σήμερα το πολιτικό κεφάλαιο του ευρώ λειτουργεί και ως ασπίδα προστασίας για τη χώρα μας ώστε να ξεφύγει από τη στενωπό, το σίγουρο είναι πως τέτοιες θέσεις θα πρέπει να συνεχίζουν να μας προβληματίζουν, καθώς δεν επιτρέπουν τον εφησυχασμό από κανέναν.

mantik@tovima.gr