Οπως κάθε αυτοκρατορία, η πάλαι ποτέ κραταιά παραλιακή παρήκμασε αφήνοντας χώρο σε νέους σφετεριστές. Και παράλληλα με το Γκάζι, τρεις νησίδες του κέντρου, οι πλατείες Καρύτση, Μαβίλη και η Πανόρμου, αλλάζουν την ανθρωπογεωγραφία της αθηναϊκής νύχτας απαντώντας και στο ερώτημα «πού έχει χαθεί ο κόσμος;».
Αν και τα νότια προάστια της Αθήνας πρωταγωνιστούν παραδοσιακά στη νυχτερινή διασκέδαση το καλοκαίρι, τώρα έχουν να αντιμετωπίσουν επάξιους ανταγωνιστές σε περιοχές στο κέντρο της Αθήνας. Γιατί; Για την αποφυγή της πολυκοσμίας, τον «οικογενειακό» χαρακτήρα τους, τη δυνατότητα εύκολης μετακίνησης από μπαρ σε μπαρ, για τις χαμηλότερες τιμές.
Μια μικρή, ήσυχη και απομονωμένη πλατεία στο κέντρο της Αθήνας ανοίγεται σε πλήθος κόσμου χωρίς να χάνει την ιδιαίτερη ταυτότητά της. Πώς γίνεται αυτό; Ισως ένας λόγος να είναι η έντονη ποικιλία των στοιχείων που απαρτίζουν την πλατεία Καρύτση, καθώς και η ιστορία της. Τα παλιά κτίρια του ’60 που έγιναν βιοτεχνίες και στη συνέχεια μπαράκια, οι δύο κινηματογράφοι – «Αττικόν» και «Απόλλων» –, το θέατρο Μουσούρη, όπου πρωταγωνίστησαν η Ελλη Λαμπέτη και ο Δημήτρης Χορν, τα παλιά γραφεία του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, ο Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός», ένα τυπογραφείο και το θρυλικό φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, που βρίσκεται εκεί για περισσότερες από πέντε δεκαετίες. Την εικόνα συμπληρώνει η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Καρύτση, εκεί όπου βρισκόταν ένας προγενέστερος βυζαντινός ναός που ανήκε στην οικογένεια Καρύτση – εξ ου και το όνομα της ιστορικής πλατείας. Εδώ μπορεί να δει κανείς από κοστουμαρισμένους γιάπηδες τις απογευματινές ώρες μέχρι φοιτητές. Το φανατικό κοινό ωστόσο παραμένει καλλιτεχνικό εν γένει με πολλούς ανθρώπους των media, ηθοποιούς, θεατρόφιλους και hipsters.
Πρώτη μας στάση το καφέ-μπαρ «Pairi Daeza» (στα αραβικά σημαίνει Παράδεισος), κάτω από τον «Παρνασσό», όπου συναντάμε τη Βάσω. «Στο μαγαζί δουλεύω τα τελευταία έξι χρόνια. Το κλίμα στην περιοχή είναι πολύ παρεΐστικο και οικογενειακό. Οι περισσότεροι γνωρίζονται μεταξύ τους. Δεν έχει χάσει καθόλου την ταυτότητά της η πλατεία, ακριβώς διότι είναι πολύ περιορισμένος ο χώρος δεν θα γίνει ποτέ Γκάζι ή Ψυρρή φέρ’ ειπείν» μας λέει.
Η πλατεία Καρύτση ενδείκνυται για barhopping (την κλασική μπαρότσαρκα), καθώς οι επιλογές είναι ουκ ολίγες: ο επισκέπτης μπορεί να κινηθεί μεταξύ των ήχων της βρετανικής σκηνής στην «Πρίζα», των live του «Use», να επισκεφτεί τις εκθέσεις του «Black Duck», το «Blink», το θεατρόφιλο «Beat» και βεβαίως να καταλήξει στο κλασικό «Τοy». Παλιό στέκι δημοσιογράφων λόγω της γειτνίασης με τον ΔΟΛ, το μπαρ βρίσκεται εκεί από το 1997 και ακόμη φιλοξενεί πολλούς ανθρώπους των media αλλά και ηθοποιούς που το προτιμούν για το ήσυχο και φιλικό περιβάλλον με τις τζαζ και φάνκι μουσικές του. «Στην πραγματικότητα η Καρύτση δεν έχει αλλάξει πολύ από το 1997. Είναι πολύ χαλαρά, χωρίς να υπάρχει νέκρα. Εχει κέφι, χωρίς να υπάρχει η ένταση ούτε η πασαρέλα, όπως στο Γκάζι και στην παραλιακή. Αποτελείται από μαγαζιά που ακολουθούν τον ρυθμό και τη ροή των ανθρώπων που κινούνται γύρω από το κέντρο» εξηγεί η Θεώνη από το «Toy». H αλήθεια πάντως είναι ότι η πλατεία έχει αλλάξει, τουλάχιστον ως προς τα μεγέθη: εννέα μπαρ μετράει κανείς σε μια έκταση μερικών εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων. Και άντε να βρεις θέση να παρκάρεις το Σαββατοκύριακο, εκεί όπου μια δεκαετία πριν τα πράγματα ήταν πιο ήρεμα. Η πλατεία Καρύτση είναι κατά πολλούς ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς και πόσο άλλαξε η αθηναϊκή νύχτα τα τελευταία χρόνια.
Μερικές στάσεις του μετρό μετά φτάνουμε στη Μαβίλη. Δεν είναι τυχαίο ότι η πλατεία, που πήρε το όνομά της από τον επτανήσιο λυρικό ποιητή Λορέντζο Μαβίλη, παραμένει σημείο συνάντησης καλλιτεχνών, ζωγράφων και ηθοποιών. Εκεί βρίσκεται και η διάσημη, λόγω της στρατηγικής θέσης της σύμφωνα με τον Νίκο Οικονομίδη, καντίνα, που ικανοποιεί την πείνα κάθε μεταμεσονύκτιου κατά κύριο λόγο επισκέπτη τα τελευταία 20 χρόνια. «Η καντίνα είναι η κατάληξη της νύχτας. Μου έχει τύχει πολλές φορές να εξυπηρετήσω ακόμη και νύφες που σταματούν για ένα “βρώμικο” μετά τον γάμο» μας λέει ο Νίκος. Απέναντι από την καντίνα κάνουμε μια στάση στο ιστορικό «Λώρας», το δεύτερο μπαρ που άνοιξε στην Ελλάδα το 1967, για να συναντήσουμε τον Δημήτρη, ανιψιό του Λώρα και έναν από τους σημερινούς ιδιοκτήτες. «Σίγουρα δεν έχει καμία σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε όταν δούλευε ο θείος μου. Ιδιαίτερα την εποχή του 1980-1990, που η Μαβίλη μεσουρανούσε. Βέβαια, βιώνουμε μια ανάκαμψη τελευταία? όπως και να το κάνεις είναι στέκι, και μάλιστα καλλιτεχνικό, με ετερογενές συχνά κοινό: από ζωγράφους και ηθοποιούς μέχρι κοστουμαρισμένους από την αμερικανική πρεσβεία που έρχονται για ένα ποτό» λέει στο ΒΗΜagazino ο Δημήτρης.
Παρ’ όλο που το κάποτε αφοσιωμένο κοινό της Μαβίλη είναι διασπαρμένο, ένα από τα μακροβιότερα ζαχαροπλαστεία της περιοχής, ο θρυλικός «Μικέ», δεν φαίνεται να έχει επηρεαστεί. Σπεσιαλιτέ του οι light εκδοχές γλυκών λιχουδιών, αφράτα τσουρέκια και μυρωδάτες παραδοσιακές απολαύσεις.
Συνεχίζουμε τη βόλτα μας στην πλατεία και βρίσκουμε στο «Μπρίκι» τη Σμαράγδα, μία εκ των τριών ιδιοκτητών του. «Για μένα είναι το σπίτι μου από το 1998 που ανοίξαμε. Η πλατεία πάντα ήταν στέκι για πιο λούμπεν καλλιτεχνικό κόσμο» μας λέει. Στο γειτονικό μπαρ «Flower» συναντάμε τον Ορέστη, ένα από τα τρία αδέλφια που το 1973 αγόρασαν από τους αδελφούς Γαϊτανάκη το ζαχαροπλαστείο που υπήρχε πριν. «Μέχρι το ’60 για να καθήσεις στη Μαβίλη έπρεπε να είσαι βέρος Αθηναίος γιατί στη γύρω περιοχή έμεναν καλές αθηναϊκές οικογένειες. Εδω σύχναζε και η ποδοσφαιρική ομάδα του Παναθηναϊκού, ο Δομάζος, ο Φυλακούρης, ο Ελευθεράκης. Το μεγάλο “μπαμ” έγινε ωστόσο το 1990. Ηταν κάτι ημέρες που είχαμε 3.000 κόσμο. Ολοι όρθιοι, με παρέα, με μπίρες, με ποτά, με μουσικές, μια πολύ ωραία εποχή προ κινητού, που όλοι συναντιούνταν εκεί χωρίς να έχουν συνεννοηθεί» θυμάται.
Ανεβαίνουμε τη λεωφόρο Κηφισιάς και περνάμε απέναντι στη συμβολή της με την Πανόρμου, όπου σειρά από μικρά μπαράκια, ταβέρνες και εστιατόρια έχουν στήσει μια άλλου είδους πιάτσα. Εδώ μπορεί να συναντήσει κανείς οικογένειες τουριστών να απολαμβάνουν γλυκές κρέπες με παγωτό, φοιτητές που συζητούν για την εξεταστική ή τύπους με πολύχρωμα ράστα που λικνίζονται στους ρυθμούς της ρέγκε με μπουκάλια μπίρας στο χέρι. Οπως τα περισσότερα κτίρια της περιοχής, τα σημερινά μπαράκια και νυχτερινά κέντρα της Πανόρμου αποτελούσαν κάποτε προσφυγικές κατοικίες. «Εδώ ήταν εγκατεστημένοι πρόσφυγες που ήρθαν μετά την καταστροφή της Σμύρνης. Τα διώροφα αυτά σπιτάκια με τη χαρακτηριστική αρχιτεκτονική απαξιώθηκαν πλήρως το ’90. Τότε δεν υπήρχε ζήτηση γιατί δεν ανακατασκευάζονταν και στο τέλος ζούσαν εκεί ξένοι εργάτες» μας λέει ο 50χρονος Βασίλης Ηλιόπουλος, που άνοιξε την πρώτη ταβέρνα στην περιοχή το 1991, το «Φιλαδέλφι».
Στον απέναντι δρόμο μπαίνουμε στο «Ποτοπωλείο», πρώην προσφυγική κατοικία και γνωστό για τις «μαύρες» μουσικές του αλλά και για τα τραπεζάκια στο μπαλκόνι του που γεμίζουν με κόσμο κάθε βράδυ. Στην ταράτσα του κτιρίου βρίσκεται το «Marabu», με σπεσιαλιτέ τα μοχίτο, ενώ ακριβώς απέναντι βρίσκεται το «SantaBotela», όπου συναντάμε τον ιδιοκτήτη του Κώστα Κάκκαβα. Από τους πρώτους διδάξαντες της περιοχής, αφού άνοιξε το πρώτο μπαράκι στην Πανόρμου, το «122» (σημερινό «Braff») το 1998. «Το βασικό πλεονέκτημα της Πανόρμου είναι το χαλαρό, χωρίς προσποίηση στυλ που έχουν τα μπαράκια τα οποία συχνά λειτουργούν και ως καφετέριες την ημέρα. Ενα άλλο μεγάλο πλεονέκτημα είναι και οι εξαιρετικά χαμηλές τιμές. Το πρωί και τα απογεύματα μαζεύονται άτομα που δουλεύουν στις επιχειρήσεις της περιοχής, στα δικαστήρια, αλλά και σε τράπεζες» μας λέει. Οι οικονομικές προτάσεις ισχύουν και για το φαγητό, με πολλές μάλιστα επιλογές: μεζεδοπωλεία και εστιατόρια όπως το «Επί της Πανόρμου», σουβλάκια στο «Ιστορίες Γεύσεων» ή στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι», ή μια κρέπα με γλυκό βύσσινο στην καντίνα απέναντι από το «Ποτοπωλείο».
Ολοκληρώσαμε τη νυχτερινή μας περιήγηση αρκετές ενδιαφέρουσες γνωριμίες αργότερα, με νέες ιστορικές γνώσεις και μερικά ευρώ ακόμη στην τσέπη για την επόμενη εξόρμησή σας.
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 510, σελ. 28-33, 25/07/2010.