Μέσα σε ένα κλίμα συγκρατημένης αισιοδοξίας άρχισαν και πάλι την περασμένη εβδομάδα στη Λευκωσία οι απευθείας διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό. Ηταν η πρώτη συνάντηση του κ. Χριστόφια με τον κ. Ερογλου και όλοι περίμεναν να δουν ποια στάση θα τηρούσε ο νεοεκλεγμένος τουρκοκύπριος ηγέτης, γνωστός για τις αδιάλλακτες θέσεις του και για την υποστήριξή του στη λύση των δύο κρατών, στο πλαίσιο μιας Συνομοσπονδίας. Ταυτόχρονα αναμενόταν να επιβεβαιωθεί, ή όχι, η διαβεβαίωση που είχε δώσει στον κ. Παπανδρέου ο κ. Ερντογάν, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, ότι οι συνομιλίες θα συνεχισθούν από το σημείο που είχαν διακοπεί και πάνω στη συμφωνημένη βάση για τη δημιουργία ενός ενιαίου κράτους. Και αυτό ακριβώς συνέβη, αποδεικνύοντας αυτό που ήδη γνωρίζαμε εδώ και χρόνια. Οτι δηλαδή στην κατεχόμενη Κύπρο κάνει κουμάντο η Αγκυρα, η οποία και κρατάει το κλειδί της λύσης του Κυπριακού. Αν λοιπόν ο σημερινός τούρκος πρωθυπουργός πραγματικά επιθυμεί τη λύση, τότε αυτή λογικά δεν θα πρέπει να αργήσει. Πολύ γρήγορα, άλλωστε, θα φανεί αν η αισιόδοξη αυτή εκτίμηση θα υλοποιηθεί ή όχι.

Προς το παρόν πάντως δικαιώθηκε ο επικεφαλής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την ΕΕ κ. Μπαγίς, ο οποίος είχε δηλώσει ότι ο Ντερβίς Ερογλου «θα εκπλήξει τους πάντες». Φυσικό είναι ο κ. Μπαγίς να θέλει να περάσει το μήνυμα στη διεθνή κοινότητα ότι η Τουρκία διάκειται ευνοϊκά στη λύση του Κυπριακού, εφόσον η λύση αποτελεί προϋπόθεση για τη συνέχιση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, οι οποίες έχουν παγώσει. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η Αγκυρα έχει αντιληφθεί ότι, λόγω της γνωστής αρνητικής στάσης του γαλλογερμανικού άξονα, το ενδεχόμενο της πλήρους ένταξης στην ΕΕ απομακρύνεται. Και αυτός είναι ο λόγος που καλλιεργεί την ιδέα της περιφερειακής υπερδύναμης, με απώτερο στόχο να πείσει τους Ευρωπαίους ότι είναι περισσότερο προς το δικό τους συμφέρον η ένταξη της Τουρκίας και όχι τόσο προς το συμφέρον της ίδιας της Τουρκίας, η οποία μπορεί να «κοιτάζει» και αλλού. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στο νέο δόγμα για την εθνική ασφάλεια που παρουσίασε ο Λευκός Οίκος κατονομάζεται η Τουρκία ως ο βασικός συνεργάτης των Ηνωμένων Πολιτειών στην επιδίωξη της σταθερότητας στην περιοχή.

Αυτά τα δεδομένα έχει να αντιμετωπίσει η ιδιαίτερα εξασθενημένη σήμερα Ελλάδα, τη στιγμή που η «ελληνική περίπτωση» (the greek case) καθιερώθηκε στο διεθνές λεξιλόγιο ως το παράδειγμα μιας αποτυχημένης χώρας (failed state), την τύχη της οποίας προσπαθούν να αποφύγουν οι άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης, με τον ισχυρισμό ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν δεν μπορούν να συγκριθούν με εκείνα της Ελλάδας. Και την έντονα αρνητική αυτή εικόνα θα είναι πολύ δύσκολο να ξεπεράσουμε, η οποία αποτελεί ήδη πρόσθετο εμπόδιο στην άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η διαπίστωση αυτή δεν αφορά φυσικά την πορεία των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό και δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως συγχωροχάρτι για την τουρκική αδιαλλαξία. Τελικά είναι οι ίδιοι οι Κύπριοι (Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι) που θα πρέπει να αποφασίσουν αν θέλουν να ζήσουν μαζί στο πλαίσιο ενός έντιμου συμβιβασμού. Διότι αν δεν θέλουν, τότε θα είναι καλύτερα να συμφωνήσουν το πώς θα χωρίσουν τα τσανάκια τους.