«Δίχως υπερβολή δεν υπάρχει λογοτεχνία. Βάλτε τώρα στη θέση της λογοτεχνίας την αθλητική δημοσιογραφία, που γνωρίζει καλά τόσο το εμπόρευμα όσο και την πελατεία, και η οποία θεωρεί ότι κάθε παιχνίδι είναι κάτι σαν την Ημέρα της Κρίσεως» και έχετε μια ακριβή εικόνα του τι επιχειρεί να πετύχει ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν με το Ποδόσφαιρο.Μια θρησκεία σε αναζήτηση θεού. Πολυγραφότατος συγγραφέας, δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος, γαστρονόμος και ορκισμένος οπαδός της Μπαρτσελόνα, ο Καταλανός Μονταλμπάν (1939-2003) έθεσε τη φιλοσοφική του παιδεία στην υπηρεσία της στρογγυλής θεάς γράφοντας για αυτήν επί τριακονταετία στον ισπανικό Τύπο με τρόπο αιχμηρό και διεισδυτικό. Αξονα της σκέψης του στη συλλογή των δοκιμίων που συνθέτουν το βιβλίο αποτελεί η διαπίστωση ότι το ποδόσφαιρο απώλεσε σταδιακά την αρχική του ουσία και προοπτική ως λαϊκό άθλημα και απέβη «θρησκεία για ένα μεγάλο μέρος του πολυεθνικού καπιταλισμού». Με βάση αυτό το πλαίσιο οργάνωσης του υλικού του και επίκεντρο την αντιπαλότητα μεταξύ Μπαρτσελόνα και Ρεάλ Μαδρίτης, ο Μονταλμπάν σχολιάζει πλήθος θεμάτων, από αναμνήσεις της χρυσής εποχής της δεκαετίας του ΄50 ως τη θεώρηση του Ντέιβιντ Μπέκαμ ως εμπορικού φαινομένου. Εντός της σύγχρονης κοσμικής θρησκείας βλέπει να συμπλέουν ιδεολογικά ρεύματα, εκφάνσεις απροκάλυπτης ή τελετουργικής βίας, οι νόμοι και οι αξίες της οικονομίας της αγοράς. «Το πρόβλημα της ανεργίας σήμερα δεν θα προκαλούσε την κατάληψη της Βαστίλλης» σημειώνει ο Μονταλμπάν, «η αδικία κατά μιας ομάδας όμως θα προξενούσε την κατάληψη της Βουλής». Στο κάτω κάτω, όπως αποφαίνεται, «η παγκοσμιοποίηση είναι κάτι το νεφελώδες, η Ευρώπη είναι ακόμη μια υπόθεση εργασίας», ενώ η συλλογική ταύτιση αποτελεί την καθημερινή απτή και βιωμένη εμπειρία εκατομμυρίων ανθρώπων.
Από αυτή τη βιωμένη εμπειρία πολύ απέχει να απουσιάζει η πολιτική. Για να χτιστεί η θρυλική Μπάρτσα των μέσων του 20ού αιώνα χρειάστηκε μια μικρή νίκη προπαγάνδας στον Ψυχρό Πόλεμο. Τα γνήσια τέκνα της Καταλωνίας πλαισιώθηκαν με τους πρόσφυγες της Ουγγαρίας του υπαρκτού σοσιαλισμού Κότσιτς και Τσίμπορ, όταν ολόκληρη η Χόνβεντ αυτομόλησε στη Δύση κατά τη διάρκεια της ουγγρικής επανάστασης τον Οκτώβριο του 1956. Η Μπαρτσελόνα έως σήμερα είναι «κάτι περισσότερο από μια ομάδα», ο «συμβολικός άοπλος στρατός της καταλανικότητας», και η Ρεάλ Μαδρίτης ο «εκπρόσωπος του κράτους», η ομάδα της εξουσίας: πρόκειται για μια αντιπαλότητα ριζωμένη στην εποχή του Φράνκο, εξαρτώμενη ευθέως από την ταύτιση της ομάδας της Βαρκελώνης με τη δημοκρατική κυβέρνηση στη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου και την εύνοια του καθεστώτος του στρατηγού προς τους Μαδριλένους. Με όχημα την Μπαρτσελόνα ο Μονταλμπάν σκιαγραφεί μια ταύτιση με ευρύτερες κοινωνικές προεκτάσεις: υποδηλώνει τη δυναμική μιας καταλανικής ταυτότητας, διακριτής από την ισπανική, η οποία ενσωματώνει τις αρχές του ρεπουμπλικανισμού, τις μνήμες του εμφυλίου και τη φρανκική καταστολή των μεταπολεμικών χρόνων. Την ίδια στιγμή ωστόσο αξίζει να επισημάνει κανείς και τις αντιφάσεις τής εν λόγω ταυτότητας: ο σύλλογος που νοείται ως εμβληματικός θεσμός της Καταλωνίας και αποτελεί τη δεύτερη πλουσιότερη ομάδα παγκοσμίως, με περισσότερα από 100.000 μέλη που ψηφίζουν σε οργανωμένες εκλογές για τον πρόεδρό του, εξακολουθεί να προβάλλει ως ένα από τα κύρια συστατικά στοιχεία του την αντίθεσή του στο υποτιθέμενο αθλητικό και πολιτικό «κατεστημένο». Πολιτικά
είναι η χρήση της Μπάρτσα ως οχήματος των καταλανών εθνικιστών που επιβάλλει έναν παρόμοιο μύθο, ο οποίος ποδοσφαιρικά έχει πάψει εδώ και καιρό να αντιστοιχεί στην πραγματικότητα.
Ταυτόχρονα ο Μονταλμπάν φροντίζει να τοποθετήσει ευφάνταστα την ποδοσφαιρική ανάλυση σε ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο: επιστρατεύει μια «μαρξιστική ερμηνεία της ηγεμονίας» για να μιλήσει για την Μπαρτσελόνα, σημειώνει ότι η γενιά του Μπουντραγένιο και του Μίτσελ για τη Ρεάλ Μαδρίτης στη δεκαετία του ΄80 «αντιπροσωπεύει τη μετανεωτερικότητα και μια άρνηση της ιστορίας», συγκροτεί τη μεταξύ τους αντιπαλότητα στο πλαίσιο της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας του Πάουλ Λάντσμπεργκ, αντιστοιχίζει τον ένθερμο ποδοσφαιρόφιλο στον πολιτικο ποιημένο οπαδό σύμφωνα με την τυπολογία του πολιτικού επιστήμονα και κοινωνιολόγου Μορίς Ντιβερζέ. Παράλληλα, βέβαια, φροντίζει να χειρίζεται επαρκώς την προσφιλή του ειρωνεία, ώστε να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη αναφορικά με τα όρια της θεωρίας: η «προδοσία» της μεταγραφής του Φίγκο στη Ρεάλ Μαδρίτης το 2000 ή το εκτός έδρας γκολ του Λουίς Ενρίκε κατά της Γαλατασαράι που έστειλε την Μπαρτσελόνα στα προημιτελικά του Champions League το 2002 προφανώς δεν χρήζουν βαθύτερης δομικής ερμηνείας.
Στο βιβλίο ο αναγνώστης θα συναντήσει και πολλές ομοιότητες με την ελληνική πραγματικότητα. Γνώριμη τόσο η συστηματική θυματοποίηση της Μπάρτσα εκ μέρους των πιστών της, με τη συνωμοσιολογία να διαδέχεται νομοτελειακά τις αντιξοότητες, όσο και η φιλολογία περί ομάδων του κατεστημένου, των οποίων οι επιτυχίες οφείλονται αποκλειστικά στις διασυνδέσεις τους: αποτελούν καταστατικούς μύθους (και) του ελληνικού οπαδισμού. Οι επιχειρηματίες που αναζητούν τον έπαινο του πλήθους σε ποδοσφαιρικές επενδύσεις αποτελούν κοινό τόπο και στις δύο χώρες. Η μόνιμη αίσθηση απογοήτευσης και αδυναμίας εξάλλου συνόδευε παραδοσιακά την ενασχόληση με την ελληνική εθνική ομάδα ώσπου αυτή αναβαπτίστηκε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ των γηπέδων της Πορτογαλίας με την κατάκτηση του Εuro 2004. Αν και αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι μια σειρά πιθανών μέτριων εμφανίσεων στο επερχόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο της Νότιας Αφρικής δεν θα αρκέσει για να την καταβαραθρώσει εκ νέου στα Τάρταρα της φίλαθλης συνείδησης. Εκείνο που αναμφισβήτητα προκύπτει ως συμπέρασμα από την ανάγνωση του όλου κειμένου του Μονταλμπάν είναι ότι η αφοσίωση τρέφεται με νίκες…
Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΦΑΝΕΛΑΣ
Μια πλειάδα ελλήνων και ξένων λογοτεχνών σε επιμέλεια Γιάννη Η.Παππά ανθολογείται σε έναν περιεκτικό τόμο υπό τον τίτλο του ομώνυμου τραγουδιού του Λουκιανού Κηλαηδόνη.
Μέσα από αντιπροσωπευτικά κείμενα,όπως η Ωδή στον Πλάτκοτου Ισπανού Ραφαέλ Αλμπέρτι,ο Επίνικος 1959,Μήτσω Υφαντίδη,Πειραιεί, Ποδοσφαίρατου Αρη Δικταίου,Τα γκολπόστ του Νίκου Εγγονόπουλου,τοΕνα περιστέρι στο Σαντιάγκοτου Γεβγκένι Γεφτουσένκο,Η φανέλα με το εννιάτου Μένη Κουμανταρέα,Τα δοκάρια του Καστέλ ντι Σάνγκροτου Τζο Μακ Γκίνις,αποδίδεται το εύρος της επίδρασης της κουλτούρας του ποδοσφαίρου σε τόσο μακρινές μεταξύ τους φιγούρες όσο ο Γιάννης Ρίτσος και ο Ορχάν Παμούκ.