Η Νίκαια, η Δραπετσώνα, τα Καμίνια, το Κερατσίνι, η Χαραυγή, το Πέραμα, οι δυτικές συνοικίες του Πειραιά, είναι η γεωγραφία στις 16 ιστορίες που αποτελούν τη συλλογή Κάτι θα γίνει, θα δεις του Χρήστου Οικονόμου (εκδόσεις Πόλις). Μικροαστικά διαμερίσματα, καφενεία, σουπερμάρκετ, εργαστήρια, βιοτεχνίες, εργοστάσια, ναυπηγεία, δρόμοι αλλά και εκκλησίες είναι οι χώροι δράσης των ηρώων- ήρωες μικροαστοί, κάποτε περιθωριακοί, αντικοινωνικοί, απόκληροι, αποκλεισμένοι, μοναχικοί, απελπισμένοι, φοβισμένοι, οργισμένοι, τρυφεροί. Ο Χρήστος Οικονόμου φτιάχνει τη μεγάλη τοιχογραφία ενός κόσμου που, ενώ είναι αναγνωρίσιμος, παραμένει ξένος, σαν να ζει πίσω από ένα αόρατο τείχος. Αλλά είναι τόσο δυνατοί οι ήρωες- αυτοί οι καθημερινοί μικροαστοί-, τόσο δυναμική η αφήγηση, τόσο έντονα τα συναισθήματα που δοκιμάζει ο αναγνώστης (υπάρχουν ιστορίες που σε κάνουν να κλαις), τόσο μεγάλη η αισθητική απόλαυση, τόσο πρωτότυπη η πλοκή, που αυτός ο κόσμος των δυτικών συνοικιών γίνεται δικός μας, γιατί είναι τελικά πανανθρώπινος.

Με αυτό το ίδιο υλικό- εννοώ την ίδια γεωγραφία και ανάλογους ήρωες- έχουμε δει αρκετά λογοτεχνικά κείμενα, που κινούνται όμως στον χώρο μιας ηθογραφίας, άλλοτε καλής άλλοτε μπανάλ- δεν έχει σημασία. Αλλά ο Χρήστος Οικονόμου (για τον οποίο μαθαίνουμε από το λιτό βιογραφικό του στο «αφτί» του βιβλίου ότι έχει γεννηθεί το 1970 και έχει εκδώσει μία ακόμη συλλογή διηγημάτων, το 2003) κινείται πάνω σε μια καθαρή γραμμή ρεαλισμού- που δηλώνεται τόσο από την περιγραφή όσο και από τη γλώσσα- η οποία τακτικά τορπιλίζεται από τον λυρισμό ή την αλληγορία. Για παράδειγμα, στην πρώτη ιστορία, η ηρωίδα, που την έχει εγκαταλείψει ο άνδρας της, παίρνοντας μαζί του τον κουμπαρά-γουρουνάκι με τις οικονομίες της, κάπου 900 ευρώ, κάθεται στο κρεβάτι και για παρηγοριά τρώει τον σιμιγδαλένιο χαλβά που έφτιαξε: «Μασουλώντας αργά στο σκοτάδι ακούγοντας το σκοτάδι που μεγαλώνει έξω αρχίζει να τρώει αργά, μικρές κοφτές μπουκιές, τον άντρα που πέρασε κι αυτός απ΄ τη ζωή της από τ΄ αφύλαχτα σύνορά της σαν στρατιώτης κατακτητής ή σαν κυνηγημένος μετανάστης». Σε μια άλλη ιστορία, ο άνεργος ήρωας που, ημέρες του Πάσχα, προσπαθεί να εξασφαλίσει το σοκολατένιο αβγό του παιδιού του, βοηθάει ένα κορίτσι να κρεμάσει το ακάνθινο στεφάνι στον σταυρό: «Ηταν φτιαγμένο από κάποιο φυτό μ΄ αγκάθια και στο σκιερό φως του πολυελαίου και των κεριών το στεφάνι έμοιαζε με τον σκελετό ενός αλλόκοτου μιαρού πλάσματος που ΄χε ψοφήσει χρόνια πριν πάνω σε ΄κείνο το τραπέζι». Αλλού ο συγγραφέας είναι εξαιρετικά τολμηρός, όπως στην ιστορία όπου ο ήρωας, «με κοτσίδες και σκουλαρίκια», που τον έχει σπάσει στο ξύλο η Ασφάλεια, ταυτίζεται με τον μολυβένιο στρατιώτη, του παραμυθιού του Αντερσεν, και γίνεται και ο ίδιος «πλάσμα μαγικό κι απίστευτο, ένα πλάσμα για τα παραμύθια της επόμενης χιλιετίας».

Ο Χρήστος Οικονόμου είναι εξαιρετικός αφηγητής και το βιβλίο του από τα καλύτερα της πεζογραφικής (;) παραγωγής.

nbak@dolnet.gr