Η Γαλάτεια και ο Νίκος Καζαντζάκης

Το 2005 η βρετανίδα συγγραφέας Βικτόρια Χίσλοπ εξέδωσε το μυθιστόρημα Το νησί, που μέσα σε έναν χρόνο πούλησε 1.000.000 αντίτυπα. Το βιβλίο καταπιάνεται με την εξιστόρηση ενός έρωτα στο νησί των χανσενικών, τη Σπιναλόγκα. Με το ίδιο θέμα όμως είχε ασχοληθεί σχεδόν πριν από έναν αιώνα η Γαλάτεια Καζαντζάκη στη νουβέλα της Η άρρωστηπολιτεία, που την εξέδωσε το 1914 με το ψευδώνυμο Πετρούλα Ψηλορείτη. Η νουβέλα προκάλεσε αίσθηση στην εποχή της για να ξεχαστεί μεταπολεμικά, μολονότι ανήκει στα αντιπροσωπευτικά έργα της συγγραφέως. Η επανέκδοσή της, που συνοδεύεται μάλιστα και από τεράστιο επίμετρο, όχι μόνο μάς θυμίζει ένα βιβλίο το οποίο υπήρξε πρωτοποριακό για την εποχή του αλλά και μας βοηθάει να προβούμε σε συγκρίσεις. Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, μας δίνει το πορτρέτο μιας νεαρής γυναίκας με τα πρώτα σημάδια της αρρώστιας που λόγω της μεταδοτικότητάς της την οδηγεί στη Σπιναλόγκα, ένα πραγματικό αλλά και ψυχολογικό, συναισθηματικό γκέτο, μια αποικία τιμωρημένων, θα λέγαμε. Τιμωρημένων ανθρώπων, ωστόσο, που δεν εγκλημάτησαν. Αυτό επιδρά στον ψυχισμό της πρωταγωνίστριας με δύο τρόπους. Πρώτον, της αυξάνει την επιθυμία για ζωή και, δεύτερον- και ταυτοχρόνως-, πολλαπλασιάζει μέσα της το αίσθημα της αυτοκαταστροφής, το οποίο δεν είναι μόνο προϊόν του διλήμματος, αν μια τέτοια ζωή αξίζει ή δεν αξίζει να τη ζει κανείς, αλλά και της οδυνηρής βεβαιότητας, όπως την εκφράζει η ηρωίδα στη σελίδα 93, ότι κανένας άνθρωπος που σκέπτεται δεν μπορεί «να συμβιβαστεί ποτέ με αυτήν την κατάσταση.Συλλαμβάνει πλήθος ιδέες,ζει μέσα στο ψέμα,φτιάνει ένα είδωλο». Η παραπάνω φράση δεν έχει και μεγάλη διαφορά από την παρατήρηση της Σούζαν Σόνταγκ στο δοκίμιό της Η νόσος ως μεταφορά ότι «η νόσος είναι μια δεύτερη υπηκοότητα» , η άλλη πλευρά της ζωής που την ορίζει το αρνητικό της (η σκιά του θανάτου).

Στη Σπιναλόγκα, ένα νησάκι στον κόλπο Μιραμπέλου στον Αγιο Νικόλαο της Κρήτης, η ηρωίδα (που η συγγραφέας δεν την ονομάζει) συναντά και ερωτεύεται έναν δάσκαλο ονόματι Λουκά. Τι συμβαίνει όμως όταν δύο χανσενικοί ερωτεύονται ο ένας τον άλλον; Ο έρωτας είναι η κατάφαση στη ζωή, ενώ η αρρώστια το σαράκι της. Η αντίφαση αυτή τρώει την ψυχή της πρωταγωνίστριας που τη βλέπει να καθρεφτίζεται στην άρρωστη πολιτεία, την πολιτεία των ανίατα ασθενών, η οποία βουλιάζει «σε ένα σκοτάδι πηχτό σαν τέλμα» και όπου «κανένα λευκό λουλούδι δεν ανθεί επάνω στα στεκάμενα νερά». O έρωτας επομένως αυτός είναι ατελέσφορος και λειψός, όπως και η ζωή των άρρωστων ερωτευμένων.

Η γραφή της Γαλάτειας Καζαντζάκη θυμίζει σύνθεση καταγραφών σε ημερολόγιο, σε ένα μαύρο λεύκωμα όπου γράφει αυτή η νέα και όμορφη γυναίκα (η πρωταγωνίστριά της), γνωρίζοντας ότι σιγά σιγά η αρρώστια θα φάει την ομορφιά της και ότι αυτό που οι άλ λοι ζουν εκείνη θα πρέπει να το ζήσει με διαφορετικό τρόπο. Και παρά τα χρόνια που έχουν περάσει και τις κοινοτοπίες (κάποτε φαντάζουν ως αμπελοφιλοσοφίες) η νουβέλα της διατηρεί αρκετή από την αρχική φρεσκάδα της και συχνά μια σπάνια οξύτητα που δύσκολα τη συναντά κανείς στα μακάρια ηθογραφήματα της εποχής.

Η νουβέλα της Γαλάτειας Καζαντζάκη με καθαρά αισθητικά κριτήρια δεν ανήκει ασφαλώς στα θεμελιώδη έργα της νεοελληνικής πεζογραφίας. Είναι όμως ένα βιβλίο που πρώιμα θέτει το ζήτημα των περιθωριακών- πιο σωστά: περιθωριοποιημένων- ομάδων και των επιδράσεων μιας ανίατης ασθένειας (της λέπρας) στον ατομικό ψυχισμό και στην κοινωνία.

Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΩΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΘΕΜΑ

Η Σπιναλόγκα με τα σπίτια των χανσενικών και το λεπροκομείο

Η «Αρρωστη πολιτεία»έχει μιαν αναμφισβήτητη αμεσότητα – αλλά και πολλές κοινωνικές παραμέτρους.Αυτές εξετάζει στο επίμετρο η Κέλη Δασκαλά,προβαίνοντας σε ενδιαφέρουσες συγκριτικές παρατηρήσεις όσον αφορά όχι μόνο το ίδιο το βιβλίο αλλά και τις ομοιότητες ή τις διαφορές του με αντίστοιχα προγενέστερα ή μεταγενέστερα κείμενα της δυτικής λογοτεχνίας.Η Γαλάτεια Καζαντζάκη έχοντας δεχθεί τη βαθιά επίδραση ενός από τους ισχυρότερους νεοέλληνες συγγραφείς,του Νίκου Καζαντζάκη με τον οποίο ήταν παντρεμένη για πολλά χρόνια,πραγματεύεται- και μάλιστα σε μικρή σχετικά ηλικία- το θέμα της αρρώστιας,το οποίο υπήρξε βασικό σε κάποια αριστουργηματικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας,όπως για παράδειγμα το«Μαγικό βουνό»ή ακόμη και ο «Θάνατος στη Βενετία»του Τόμας Μαν.Το επίμετρο,παρά την υπερβολικά μεγάλη έκτασή του (στην πραγματικότητα πρόκειται για συγκριτολογική μελέτη),μας προσφέρει επιπλέον και μιαν άκρως ενδιαφέρουσα περιδιάβαση που συνοδεύεται και από πλήθος καίριες παρατηρήσεις όσον αφορά τις κοινωνικές και φιλοσοφικές επιδράσεις της νόσου γενικώς, είτε πρόκειται για ανίατη ασθένεια είτε για επιδημία.Γι΄ αυτό σωστά η Δασκαλά ερευνά το ζήτημα των νιτσεϊκών επιδράσεων στη συγγραφέα (επιδράσεων οι οποίες οφείλονται στονΚαζαντζάκη,φυσικά).Εχω όμως την εντύπωση ότι η Γαλάτεια Καζαντζάκη στραβοδιαβάζει τον Νίτσε και εδώ όπως και στο άλλο γνωστό βιβλίο της,«Ανθρωποι και υπεράνθρωποι».Και έχω επίσης σοβαρές αμφιβολίες αν είχε κατανοήσει τη φοβερή νιτσεϊκή θεωρία της«αιώνιας επιστροφής»- ή«επαναστροφής»όπως την ήθελε ο Αγγελος Τερζάκης.Αυτό όμως είναι,καθώς θα έλεγε ο Κίπλινγκ,μια άλλη ιστορία.