Η Μίριαμ γεννήθηκε στο κατάστρωμα του «Ηenrietta Szold» που σαλπάρισε από το Σούνιο στις 30 Ιουλίου 1946. Στη φωτογραφία, η μητέρα της ξαπλωμένη σε φορείο θηλάζει το νεογέννητο μωρό

Πριν από τρία χρόνια στο Κφαρ Γκιλαντί, από τα ιστορικά κιμπούτς του Ισραήλ δίπλα στα σύνορα με τον Λίβανο και τη Συρία, ένας υπερήλικος που εργαζόταν και ζούσε στο κιμπούτς για περισσότερο από 50 χρόνια, μου εξιστορούσε τις περιπέτειές του: πώς έφυγε νεαρός από τη Θεσσαλονίκη μετά τον πόλεμο, πώς έφτασε με μυθιστορηματικό τρόπο στην Παλαιστίνη και πώς για μισόν και πλέον αιώνα κοιμόταν «με ένα μπαζούκας κάτω από το κρεβάτι του». Ανήκε στους περίπου 12.000 Ελληνοεβραίους από όσους είχαν απομείνει μετά τον Β Δ Παγκόσμιο Πόλεμο που αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τον γενέθλιο τόπο τους και να μεταναστεύσουν σε μια νέα πατρίδα, η οποία στη συνείδησή τους αποτελούσε την ιστορική, θρησκευτική και πολιτιστική τους κοιτίδα.

Την εν πολλοίς άγνωστη ιστορία των Ελλήνων- και όχι μόνον- Εβραίων, οι οποίοι από το 1945 ως το 1948 μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη, αναπλάθει το βιβλίο του Ιακώβ Σιμπή και της Καρίνας Λάμψα που φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο Η ζωή απ΄ την αρχή. Πολλοί γνωρίζουν- σε γενικές γραμμές τουλάχιστον- την ιστορία της εξόντωσης των Εβραίων της Ευρώπης στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η παγκόσμια βιβλιογραφία είναι τόσο μεγάλη που ακόμη και οι πλέον εξειδικευμένοι επιστήμονες δεν μπορούν πια να έχουν πλήρη γνώση της. Εν τούτοις εξακολουθούν να υπάρχουν άγνωστες πτυχές ή λεπτομέρειες, οι οποίες έχουν αποφασιστική σημασία στη διαμόρφωση της συνολικής εικόνας. Η υπόθεση λ.χ. της εξόντωσης των Εβραίων της Θεσσαλονίκης μόλις τα τελευταία χρόνια άρχισε να αποκτά τη δέουσα σημασία στη συνολική ιστορία του Ολοκαυτώματος. Υπάρχει όμως και το μετά. Και αυτό το «μετά» αποτελεί το αντικείμενο του εξαιρετικά ενδιαφέροντος βιβλίου του Σιμπή και της Λάμψα.

Το δράμα της προσφυγιάς
Το πρώτο μέρος αναφέρεται στους εναπομείναντες Εβραίους της Ευρώπης που έχοντας επιζήσει στα χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης μετά την ήττα του Αξονα προσπαθούσαν να αρχίσουν ξανά τη ζωή τους στην Παλαιστίνη, με δεδομένο ότι οι πιθανότητες δημιουργίας ενός δικού τους κράτους ήταν πλέον πολύ περισσότερες από όσο στο παρελθόνπράγμα που αποδείχθηκε, αφού δύο χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου ιδρύθηκε το κράτος του Ισραήλ. Επρόκειτο για μετανάστευση, όπως πολύ σωστά τη χαρακτηρίζουν οι συγγραφείς, χωρίς αμφιβολία. Οι μετανάστες όμως δεν ήταν οι πρώτοι Εβραίοι που επρόκειτο να εγκατασταθούν στην Παλαιστίνη. Εβραίοι υπήρχαν εκεί και πιο νωρίς. Ηταν εκείνοι οι οποίοι δημιούργησαν τα πρώτα κιμπούτς, τις ουτοπικές σοσιαλιστικές κοινότητες μικρής κλίμακας, οι οποίες υπάρχουν ακόμη και σήμερα. Το μεταναστευτικό ρεύμα ωστόσο αποτέλεσε τον κύριο όγκο του ισραηλινού πληθυσμού τη χρονιά που ιδρύθηκε το κράτος του Ισραήλ.

Το δεύτερο μέρος περιγράφει τις περιπέτειες των Ελληνοεβραίων που μετανάστευσαν με τη λήξη του πολέμου στην Παλαιστίνη, σε μία από τις χειρότερες περιόδους της ελληνικής ιστορίας στον 20ό αιώνα, τον εμφύλιο πόλεμο. Ετσι, πέραν των περιπετειών των Ελληνοεβραίων που ξεριζώνονταν από τη φυσική τους πατρίδα για να εγκατασταθούν, σε συνθήκες εσχάτης ένδειας οι περισσότεροι, σε έναν τόπο τον οποίο θεωρούσαν μεν πνευματική τους πατρίδα, αλλά στην πραγματικότητα τους ήταν άγνωστος, σχηματίζουμε- παραθλαστικά έστω- και μια εικόνα της ελληνικής κοινωνίας η οποία ζούσε ένα από τα μεγαλύτερα δράματα της ιστορίας της. Οι Ελληνοεβραίοι, άστεγοι και άποροι οι περισσότεροι, άφηναν πίσω τους το ελληνικό δράμα, αλλά έπαιρναν μαζί τους τη βαριά σκιά των νεκρών συγγενών τους, για να υποστούν στη συνέχεια τα πάνδεινα και να ζήσουν τη ζωή του πρόσφυγα αμέσως μετά τη ζωή του κυνηγημένου.

Το τρίτο μέρος περιγράφει τη ζωή τους στην Παλαιστίνη τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους, τις ποικίλες δυσκολίες και τα προβλήματα προσαρμογής στις συνθήκες υπό τις οποίες δημιουργήθηκε το ισραηλινό κράτος.

Είκοσι μαρτυρίες
Το βιβλίο περιέχει και εκτεταμένο επίμετρο που το συνιστούν 20 μαρτυρίες Ελλήνων Εβραίων από τη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, τις Σέρρες, τα Γιάννινα και την Κέρκυρα. Διαβάζονται όλες απνευστί και διαθέτουν τη δύναμη της βιωματικής εμπειρίας, αλλά και εκείνη την πικρή γοητεία που διακρίνει τις αφηγήσεις των υπερηλίκων οι οποίοι έχοντας περάσει μέσα από τη φωτιά και δίπλα στον θάνατο δίνουν νέο περιεχόμενο στη ζωή και στον αγώνα της επιβίωσης. Αλλά κι ένα βαθύτερο αίσθημα απέναντι στα πράγματα και στη σχέση του καθένα με τον κόσμο. Απλό, βαθύ, αφοπλιστικό. «Αφουγκράζομαι τη σιωπή, υπάρχει φωνή στη σιωπή της ψυχής μου,υπάρχει φωνή στην έρημο της νοσταλγίας μου» λέει η Σάρα Ελεμ. Οιαδήποτε παρόμοια φράση εκτός συμφραζομένων φαντάζει μελοδραματική. Ποιος μπορεί όμως να μείνει ασυγκίνητος όταν διαβάζει ότι η Σάρα Ελεμ ήταν μόνο δύο χρόνων όταν τη βρήκαν σε έναν δρόμο της Θεσσαλονίκης, ότι οι Γερμανοί μόλις είχαν πιάσει τους γονείς της που δεν τους ξαναείδε ποτέ, ότι την έκρυψαν σε χριστιανικό μοναστήρι κατά τη διάρκεια του πολέμου και ότι μετά τον πόλεμο την πήγαν στο εβραϊκό ορφανοτροφείο της Κηφισιάς, για να τη στείλουν στη συνέχεια στην Παλαιστίνη; Στα 70 της χρόνια η Σάρα ζει σήμερα στο Κιμπούτς Αφικίμ, μέσα στην ορφάνια των αναμνήσεων. Οχι μόνο δεν κατάφερε, παρά τις πολύχρονες προσπάθειές της, να μάθει για την τύχη των γονέων της, αλλά ούτε καν τα ονόματά τους.

Για τη συγγραφή του βιβλίου συνεργάστηκαν η Καρίνα Λάμψα,υπεύθυνη του διπλωματικού ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Ναυτεμπορική»,με σπουδές στην Ιστορία και στις Κοινωνικές Επιστήμες στη Σορβόννη,και ο Ιακώβ Σιμπή,ο οποίος επί χρόνια μελετά τη ζωή και τη δραστηριότητα των Εβραίων της Ελλάδας,ενώ σημαντική είναι και η συνεισφορά του στην προώθηση της σύγχρονης ισραηλινής λογοτεχνίας στη χώρα μας,αφού έχει μεταφράσει από τα εβραϊκά σημαντικούς ισραηλινούς συγγραφείς,επιφανέστεροι από τους οποίους είναι ο Αμος Οζ και ο Νταβίντ Γκρόσμαν. Πλήθος φωτογραφίες (κάποιες από τις οποίες ήταν άγνωστες ως τώρα),πίνακες και στοιχεία συνοδεύουν το βιβλίο,όπου καταγράφονται ονόματα μεταναστών,ηλικίες,χρονολογίες και άλλες σχετικές πληροφορίες.Η στατιστική είναι μια ψυχρή επιστήμη,αλλά κάποιοι πίνακες προκαλούν ανατριχίλα.Περίπου 50.000 Ελληνοεβραίοι εξοντώθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.Πόσοι λ.χ.από αυτούς επέζησαν από τα κολαστήρια του Νταχάου και του Λάντσμπεργκ; Μόνον είκοσι πέντε.Εύλογη λοιπόν η συναισθηματική φόρτιση των συγγραφέων.Αυτό όμως δεν μειώνει διόλου τόσο την αξία όσο και τη σημασία της έρευνάς τους- το αντίθετο,θα λέγαμε. Και τέτοια βιβλία δεν γράφονται «με κρύο αίμα».