Σε 50 δισ. ευρώ υπολογίζεται από την Εθνική Τράπεζα το ύψος των αδήλωτων εισοδημάτων στην Ελλάδα, ποσό που αντιστοιχεί στο 20% του ελληνικού ΑΕΠ. Η διαφορά αυτή εκτιμάται σε αυτά τα επίπεδα από τη σύγκριση του πραγματικού μεγέθους των εισοδημάτων των νοικοκυριών, όπως προκύπτει από τους εθνικούς λογαριασμούς και των πραγματικών φορολογικών εσόδων.
Μάλιστα οι οικονομολόγοι της Εθνικής προβλέπουν ότι τα επιπλέον έσοδα κατ΄ έτος από τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης μπορεί να ανέλθουν σε 9 δισ. ευρώ, καλύπτοντας το 1/3 της δημοσιονομικής προσαρμογής που απαιτείται τα επόμενα χρόνια.
Στην ίδια μελέτη επισημαίνεται ότι τα συνολικά φορολογικά έσοδα στην Ελλάδα υπολείπονται περίπου κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ του μέσου όρου της ευρωζώνης (21% έναντι 26% κατά μέσο όρο, την τελευταία δεκαετία, μη συμπεριλαμβανομένων των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης), με την υστέρηση να είναι περισσότερο αισθητή στο σκέλος των εσόδων από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων. Το ποσοστό των φορολογικών εσόδων από τον συγκεκριμένο φόρο ανερχόταν κατά μέσο όρο σε 4,6% του ΑΕΠ την τελευταία δεκαετία έναντι 8,7% στην ευρωζώνη, εξηγώντας σχεδόν εξ ολοκλήρου τη συνολική διαφορά φορολογικών εσόδων. Σύμφωνα με τους αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας η διαφορά αυτή είναι αποτέλεσμα τόσο της φοροδιαφυγής όσο και άλλων διαρθρωτικών χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομίας και του εγχώριου φορολογικού συστήματος.
Η τράπεζα υπογραμμίζει ότι η πρόσβαση στη δεξαμενή νέων εσόδων δεν μπορεί να επιτευχθεί από τη μια στιγμή στη άλλη, αλλά θα είναι απόρροια μιας εντατικής και συντονισμένης προσπάθειας. Συγκεκριμένα, τονίζει ότι περισσότερο από τα 2/3 του εκτιμώμενου περιθωρί ου αύξησης των φορολογικών εσόδων οφείλεται στη φοροδιαφυγή/φοροαποφυγή εισοδημάτων φυσικών προσώπων εκτός της εξαρτημένης εργασίας (εισοδήματα αυτοαπασχολουμένων και από κατοχή κεφαλαίου και άλλων περιουσιακών στοιχείων), τα οποία εξαιτίας της φύσης τους είναι δυσκολότερο να εντοπιστούν από τις φορολογικές αρχές, ενώ μπορούν να εκμεταλλευτούν το σύνθετο φορολογικό καθεστώς που ευνοεί φορολογικά κυρίως τις μη μισθολογικές απολαβές των φυσικών προσώπων.
«Είναι αξιοσημείωτο ότι το δηλωθέν εισόδημα από πηγές εκτός μισθωτής εργασίας υπολείπεται κατά περίπου 50 δισ. ευρώ του εισοδήματος που τους αναλογεί βάσει των εθνικών λογαριασμών» σημειώνει χαρακτηριστικά στην ίδια μελέτη η Εθνική.
Το υπόλοιπο 1/3 των δυνητικών φορολογικών εσόδων από τη φορολογία φυσικών προσώπων αντανακλά κυρίως την επίδραση του σχετικά υψηλού επίπεδου του αφορολόγητου κλιμακίου σε σχέση με άλλες χώρες της ευρωζώνης (12.000
ευρώ για τους μισθωτούς συγκριτικά με 6.700 ευρώ κατά μ.ό. στην ευρωζώνη), την ευνοϊκή, έως πρόσφατα, φορολογική μεταχείριση συγκεκριμένων κατηγοριών εισοδημάτων τόσο από μισθωτή εργασία όσο και από αυτοαπασχόληση, τα οποία φορολογούνταν αυτοτελώς, και τη χαμηλότερη από τον μ.ό. της ευρωζώνης φορολόγηση εισοδημάτων από τόκους και από την ακίνητη περιουσία.