Πλήρη κάλυψη στους χειρισμούς της Τράπεζας της Ελλάδος στο θέμα που έχει προκύψει με τον διακανονισμό των ομολόγων παρέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

Σε επιστολή της το μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ Gertrude Tumpel Gugerell, υποστηρίζει ότι :

– Πρώτον η απόφαση της ΤτΕ να υιοθετήσει τη διαδικασία του recyckling (για την οποία εγκαλείται από δέκα βουλευτές του ΠΑΣΟΚ) στο διακανονισμό των ομολόγων, ήταν δικαιολογημένη εν όψει της ανάγκης να προετοιμαστεί για το Τ2S, δηλαδή τον μελλοντικό διακανονισμό της Ευρώπης.

– Δεύτερον, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι μέχρι τώρα δεν έχει θεμελιωθεί οποιαδήποτε λογική σύνδεση μεταξύ των ανοιχτών πωλήσεων (short selling) και της διαδικασίας διακανονισμού (recycling).

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το short selling αποτελεί μία επιθετική στρατηγική διαπραγμάτευσης που κατά κανόνα δεν επηρεάζεται από τις διαδικασίες διακανονισμού. Επομένως καταλήγει η ΕΚΤ, είναι απίθανο ένα μέτρο που εισήχθη για να διευκολύνει τον διακανονισμό, να είχε οποιαδήποτε επίπτωση στις πρόσφατες εξελίξεις στην αγορά ομολόγων.

Αλλωστε οι πρόσφατες πρωτοβουλίες που πήραν ορισμένες χώρες για να περιορίσουν το sort selling δεν προέβλεπαν οποιαδήποτε αλλαγή της χρονικής περιόδου του recycling και εστιάζονται μόνο στις απαιτήσεις διαφάνειας και υποβολής στοιχείων όσον αφορά το διακανονισμό των συναλλαγών επί τίτλων.

Η αντιδικία

H πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής κυρία Βάσω Παπανδρέου και εννέα βουλευτές του ΠAΣOΚ, με ερώτηση που κατέθεσαν προς τον υπουργό Οικονομικών κ. Γ.Παπακωνσταντίνου, στην οποία υποστηρίζουν μεταξύ των άλλων ότι οι αλλαγές του Κανονισμού στην Ηλεκτρονική Δευτερογενή Αγορά Τίτλων (ΗΔΑΤ), αμέσως μετά τις εκλογές, λειτούργησαν υπέρ των κεφαλαίων που «σόρταραν» τους ελληνικούς τίτλους.

Οι βουλευτές σημειώνουν ότι η Τράπεζα της Ελλάδος αποφάσισε να υιοθετήσει τη διαδικασία της αυτοματοποιημένης επανεισαγωγής (recycling) των μη διακανονισθέντων (failed) συναλλαγών για επιπλέον δέκα ημέρες, ενώ προηγουμένως αυτές διακανονίζονταν εντός τριών εργάσιμων ημερών. Όπως εξηγούν σχετικά, η επιμήκυνση της χρονικής περιόδου του μη διακανονισμού αντικειμενικά δημιουργεί μεγάλα περιθώρια υποτιμητικής κερδοσκοπίας και χειραγώγησης.

Απαντώντας, η Κεντρική Τράπεζα έκανε λόγο για «σοβαρές παρανοήσεις» στο θέμα του διακανονισμού συναλλαγών επί ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. «Οσο η συναλλαγή δεν διακανονίζεται, τόσο αυξάνεται η δυνατότητα του πωλητή να “σπρώχνει” τις τιμές των ομολόγων προς τα κάτω για να τα αγοράσει στο τέλος της περιόδου φθηνότερα, ενώ ταυτόχρονα έχει τη δυνατότητα να κερδίσει και από τα υψηλά ασφάλιστρα».

H ΤτΕ υποστηρίζει ότι η έννοια του διακανονισμού είναι κάτι τελείως διαφορετικό από την έννοια της επανεισαγωγής. H επανεισαγωγή, τονίζει, αποτελεί πάγια πρακτική που ακολουθείται διεθνώς από τα συστήματα διακανονισμού τίτλων και γίνεται είτε χειροκίνητα με αποστολή μηνυμάτων από τους αντισυμβαλλόμενους είτε αυτοματοποιημένα (ανακύκλωση, recycling). Το χρονικό περιθώριο που δίνεται για τον διακανονισμό μιας συναλλαγής -προσθέτει- παραμένει σταθερό στις 3 ημέρες.