Η πρώτη δόση του δανείου από την Ευρωπαϊκή Ενωση, ύψους 14,5 δισ. ευρώ, κατατέθηκε χθες σε λογαριασμό του Δημοσίου στην Τράπεζα της Ελλάδος μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Μαζί με το ποσό των 5,5 δισ. ευρώ που εκταμιεύτηκε την προηγούμενη εβδομάδα από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) συμπληρώνεται η πρώτη δόση των 20 δισ. ευρώ από τον μηχανισμό στήριξης, συνολικού ύψους 110 δισ. ευρώ. «Με αυτά τα χρήματα καλύπτονται οι άμεσες και βραχυχρόνιες δανειακές ανάγκες και υποχρεώσεις της Ελλάδας» ανέφερε σε ανακοίνωσή του το υπουργείο Οικονομικών. Η σημερινή αναχρηματοδότηση των ομολόγων που λήγουν είναι η τελευταία «βαριά» υποχρέωση της χώρας ως τον Μάρτιο του 2011, μήνας που «ωριμάζουν» τριετή ομόλογα ύψους 8,6 δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή όμως επανέρχεται στο προσκήνιο το θέμα της μείωσης των μισθών και στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας για το οποίο εξακολουθεί να πιέζει το ΔΝΤ.

Παρά τις διαψεύσεις για τη λήψη οποιοδήποτε άμεσου μέτρου για τη συμπίεση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, ο υπουργός Οικονομικών κ. Γ. Παπακωνσταντίνου μπήκε χθες για πρώτη φορά στη συζήτηση για το θέμα με αφορμή τις προχθεσινές δηλώσεις του κ. Ντομινίκ Στρος-Καν. Ως γνωστόν, ο επικεφαλής του ΔΝΤ επιθυμεί διακαώς το ψαλίδισμα των μισθών εδώ και τώρα για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Ερωτηθείς μετά το πέρας του χθεσινού Εco/Fin, o έλληνας υπουργός παραδέχθηκε ότι «η Ελλάδα έχει πράγματι ένα πολύ μεγάλο ζήτημα ανταγωνιστικότητας». Η διαφορά σε σύγκριση με παλαιότερες δηλώσεις του ήταν ότι επανέλαβε μεν την πάγια θέση της κυβέρνησης ότι το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας «είναι θέμα διαρθρωτικό» αλλά δεν πρόσθεσε, όπως έκανε πριν από λίγες εβδομάδες, ότι «δεν είναι θέμα μισθών» . Για την ακρίβεια, έκανε το αντίθετο.

Στις 26 Απριλίου ο κ. Παπακωνσταντίνου είχε δηλώσει ότι « το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας της χώρας έχει να κάνει με διαρθρωτικά θέματα, με θέματα τιμών και όχι με τους μισθούς και το ύψος των μισθών στον ιδιωτικό τομέαπου, όπως όλοι ξέρουμε, είναι πολύ χαμηλοί ».

Χθες δήλωσε ότι το πρόβλημα « σε έναν βαθμό έχει να κάνει και με το μισθολογικό κόστος, το οποίοόμως έτσι και αλλιώς θα είναι συγκρατημένο για τα επόμενα χρόνια, εξαιτίας και των μειώσεων στον δημόσιο τομέααλλά και των ευρύτερων αλλαγών που προωθούνταιγια να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας ».

Ερωτηθείς αν είναι «υπέρ ή κατά» της δήλωση του κ. Στρος-Καν, ο έλληνας υπουργός απάντησε: « Ο κ. Στρος-Καν είπε ότι στον ιδιωτικό τομέα πρέπει να υπάρξει μείωση μισθών, για να μπορέσει να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα. Εμείς έχουμε πει επανειλημμένα ότι το θέμα της ανταγωνιστικότητας στον ιδιωτικό τομέα δεν περνάει μόνο από τους μισθούς. Περνάει από μια σειρά από άλλα πράγματα, μεταξύ των οποίων είναι και το μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων. Αλλά σε κάθε περίπτωσητελειώσαμε μια μεγάλη διαπραγμάτευση. Και έτσι κι αλλιώς θα υπάρξει και από τη μείωση των μισθών στον δημόσιο τομέα μια επίπτωση και στο μισθολογικό κόστος και στον ιδιωτικό τομέα. Δεν θεωρούμε ότι υπάρχει ανάγκη για οποιαδήποτε περαιτέρω άμεση παρέμβαση από την κυβέρνηση στο πλαίσιο αυτό ».

Επί του θέματος αυτού παράγοντες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διευκρίνιζαν χθες ότι οι δηλώσεις του κ Ν. Στρος-Καν, όπως άλλωστε και οι ανάλογες παλαιότερες δηλώσεις του Επιτρόπου κ. Ολι Ρεν, δεν έχουν τον χαρακτήρα της προτροπής προς την ελληνική κυβέρνηση αλλά της διαπίστωσης των πραγμάτων. Και αυτό διότι, όπως τόνιζαν, όταν σε μια αγορά εργασίας μειώνονται οι αμοιβές ενός σημαντικού τμήματος (δηλαδή των δημοσίων υπαλλήλων), λογικό είναι να αναμένει κανείς φαινόμενα ώσμωσης, δηλαδή μείωσης των μισθών και στον ιδιωτικό τομέα. Υπό την έννοια αυτή η μείωση των μισθών στον ελληνικό ιδιωτικό τομέα είναι κάτι που θα πρέπει να συμβεί λόγω των πιέσεων της αγοράς και ανεξαρτήτως των προθέσεων της ελληνικής κυβέρνησης, κατέληγαν οι ίδιοι παράγοντες.

«Νωρίτερα στις αγορές»
Με τα 20 δισ. ευρώ καλύπτονται τόσο η αποπληρωμή των 8,5 δισ. ευρώ των 10ετών ομολόγων που «ωριμάζουν» σήμερα όσο και οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου για όλο το καλοκαίρι. « Το πρόγραμμα έχει σχεδιαστεί για να μπορέσει η Ελλάδα να μείνει μακριά από τις αγορές ως το τέλος του 2011 και το πρώτο τρίμηνο του 2012».