Το Εργατικό Τμήμα του Αρείου Πάγου δικαίωσε εργαζόμενο ο οποίος είχε προσφύγει στην Δικαιοσύνη, διεκδικώντας την πλήρη αποζημίωση απόλυσης του υποστηρίζοντας ότι η μειωμένη αποζημίωση, που του έδωσε ο εργοδότης του, είναι παράνομη με συνέπεια να είναι παράνομη και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του.
Η μειωμένη αποζημίωση δόθηκε επειδή ο εργοδότης υποστήριζε ότι ο μισθωτός τού όφειλε χρήματα.
Ο Άρειος Πάγος αποφάσισε ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα ο εργοδότης δεν μπορεί να συμψηφίσει στον μισθό εργαζομένου οφειλή του προς αυτόν.
Και αυτό, γιατί ο μισθός είναι απόλυτα αναγκαίος για την διατροφή του εργαζομένου και της οικογένειας του. Όμως οι οφειλές του εργαζομένου προς τον εργοδότη του μπορούν να συμψηφιστούν στην αποζημίωση απόλυσης, προσθέτει η αρεοπαγιτική απόφαση.
Στην συνέχεια ο ΑΠ έκρινε άκυρη την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, καθώς ο εργοδότης δεν έδωσε πλήρη την νόμιμη αποζημίωση στον εργαζόμενό του, αλλά παρακράτησε τις οφειλές του προς αυτόν, όπως υποστήριζε ο εργοδότης.
Κρίθηκε δε, άκυρη γιατί ο συμψηφισμός δεν ήταν έγκυρος, καθώς σύμφωνα με όλα τα δεδομένα και τις μαρτυρικές καταθέσεις ενώπιον του Πρωτοδικείου και Εφετείου, δεν αποδείχθηκε η οφειλή του εργαζομένου.
Όπως αναφέρεται στην δικαστική απόφαση, εργαζόμενος σε χρηματιστηριακή εταιρεία είχε οφειλές στον εργοδότη του, όπως ο τελευταίος υποστήριζε.
Οι οφειλές προερχόντουσαν από χρηματιστηριακές συναλλαγές του πατέρα του εργαζομένου που διενήργησε ως αντιπρόσωπός του. Ο εργαζόμενος, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση αρνήθηκε την ύπαρξη της οφειλής, η οποία εξάλλου «δεν αποδείχθηκε», όπως σημειώνεται στην δικαστική απόφαση.