Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ στη χώρα μας αποτελεί τη συνήθη διέξοδο όλων αυτών που διαπιστώνουν ότι η μισθωτή εργασία δεν τους ταιριάζει. Αλλοτεαποτελεί μονόδρομο για ανθρώπους που είτε χάνουν τη δουλειά τους είτε αδυνατούν να βρουν μια
θέση εργασίας. Μικρά «θαύματα» της νεότερης ελληνικής οικονομικής ιστορίας στήθηκαν από ανθρώπους που ανέλαβαν το ρίσκο και αναζήτησαν νέες αγορές ή δημιούργησαν καινούργια προϊόντα ή υπηρεσίες.Ακόμη και σήμεραυπάρχουν Ελληνες οι οποίοι παίρνουν τη μεγάλη απόφαση για την ίδρυση της δικής τους επιχείρησης.Και
αν πιστέψουμε το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών,αυτοί είναι πολλοί: περί το 1,5 εκατομμύριο συμπατριώτες μας μετέχουν σε κάποιο επιχειρηματικό σχήμα, ενώ σχεδόν 700.000 κάνουν τα πρώτα τους βήματα σε μια αγοράη οποία χαρακτηρίζεται από ρευστότητα και αβεβαιότητα. Ωστόσοο τολμώννικά… συνήθως!
Δημ. Ευαγγελόπουλος
«Στο ξεκίνημα χρειάζονται πολλές θυσίες»
Oύτε ένας μήνας δεν έχει περάσει από τότε που ο Θεσσαλονικιός κ. Δημ. Ευαγγελόπουλος άνοιξε το Core, όπως ονομάζεται το κατάστημά του ενδυμάτων. «Το ονόμασα έτσι γιατί είμαστε στην κυριολεξία στον πυρήνα, στο κέντρο της πόλης» σημειώνει. Ο κ. Ευαγγελόπουλος είναι μία πολυσχιδής προσωπικότητα που έχει καταπιαστεί με ουκ ολίγα πράγματα. Γεννήθηκετο 1975 στο κέντρο της πόλης, από όπου δεν το κουνάει. Το πνεύμα του πάντως είναι πιο ανήσυχο. Εχει ασχοληθεί με τη μουσική παραγωγή (κυκλοφορώντας ηλεκτρονική μουσική στην Ελλάδα και στην Αμερική υπό το όνομα Dim Dj και James Εnox), έχει καταπιαστεί με το ντιζάιν και έχει κάνει διάφορες δουλειές. «Από πιτσιρικάς μπαινόβγαινα στο ουζερί των γονιών μου. Εχω δουλέψει και πακετάς, ενώ το 1997 στη Σαντορίνη δούλευα το πρωί σε ένα παγωτατζίδικο, το μεσημέρι έφτιαχνα μπλουζάκια και το βράδυ έβαζα μουσική σε ένα μικρό κλαμπ!» «Δούλευα την ιδέα μέσα μου, με τον εαυτό μου.Ηταν θέμα χρόνου.Είχα διάφορα πράγματα μέσα στο μυαλό μου. Σκέφτηκαόμωςνα συνδυάσω τη γραφιστική και εικαστική μου εμπειρία με τη μόδα» λ έει. «Αλλωστεείχα δουλέψει χρόνια σε καταστήματα με ρούχα, γνωρίζωδε πολύ καλά ότι τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί μια κουλτούρα σε ό,τι αφορά το γραφιστικό σχέδιο πάνω στο ρούχο» τονίζει. «Βέβαια για το ξεκίνημα χρειάστηκε να κάνω πολλές θυσίες. Πρώτααπ΄ όλα έβαλα πολύ προσωπικό μεράκι. Εκανα διάφορα ταξίδια για να ψάξω καινούργια brands, ενώ προκειμένου να αποφύγω το τραπεζικό δάνειοπούλησα πολλά πράγματα, τα οποία ελπίζω να ανακτήσω στο μέλλον» λέει.
Σε ό,τι αφορά τα αρχικά βήματα, ο κ. Ευαγγελόπουλος είναι ρεαλιστής. «Οι πρώτες εικόνες δεν είναι καθόλου θετικές. Σίγουρα χρειάζεται χρόνος. Τα συμπεράσματα μπορεί να σε μπερδέψουν. Μπορεί αυτό να οφείλεται στην κρίση, αλλά και στο ότι είμαι πολύ καινούργιος» λέει. «Βέβαιατο άλλο που με στενοχωρεί είναι ότι με την κρίση θα “καούν” άνθρωποι που δεν θα έπρεπε» καταλήγει. διηγείται.
Ο κ. Ευαγγελόπουλος διατηρούσε τα τελευταία χρόνια επιχείρηση με τα λεγόμενα custom made t-shirts, δηλαδή ένα «σταμπάδικο», η λειτουργία του οποίου σταμάτησε πριν από λίγους μήνες. Ντίνα Κουτσού
«Ακόμη και αν αποτύχω δεν θα το μετανιώσω ποτέ»
Για την κυρία Ντίνα Κουτσού η μεταπήδηση από την εξαρτημένη εργασία στο επιχειρείν ήταν μια επιλογή ελευθερίας. Γεννήθηκε στην Κρύα Βρύση Γιαννιτσών το 1976. Τον Σεπτέμβριο του 1994 έφυγε για σπουδές στη Θεσσαλονίκη. «Είχα καλλιτεχνικές ανησυχίες, όμως πήρα διαφορετική κατεύθυνση και σπούδασα διοίκηση επιχειρήσεων. Το 1997 ξεκίνησα να δουλεύω σε ένα φροντιστήριο, όπου έμεινα για δύο χρόνια. Στη συνέχεια εργάστηκα για λίγο καιρό στο Εθνικό Κέντρο Ερευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης, όμως το 2000 μεταπήδησα σε τράπεζα» διηγείται.
«Εμεινα πέντε χρόνια.
Γύρω στα 30 μου ξεκίνησα να φαντάζομαι τον εαυτό μου υπάλληλο τραπέζης για το υπόλοιπο της ζωής μου. Ε, αποφάσισα τότε ότι δεν ήθελα αυτό το πράγμα στη ζωή μου. Οι κεραίες μου άρχισαν να δουλεύουν. Με προσέγγισε τότε ένας επιχειρηματίας από τον χώρο της εστίασης και μου πρότεινε να ασχοληθώ με τη διοίκηση της εταιρείας του. Εκτοτεδουλεύουμε μαζί» σημειώνει . «Ακόμη και αν αποτύχω, δεν θα έχω μετανιώσει ούτε για ένα λεπτό που άλλαξα πορεία» τονίζει.
«Οταν αποφάσισα να παραιτηθώ από την τράπεζα, ο διευθυντής κάλεσε τον πατέρα μου για να τον ενημερώσει, μήπως και μου αλλάξει γνώμη! Ο πατέρας μου του είπε:“Του δειλού η μάνα δεν έκλαψε ποτέ. Ευτυχώς στην οικογένειά μας θέλουμε να νιώθουμε ότι κλαίμε και γελάμε ακόμη δυνατά”» διηγείται. «Αγόρασα ένα ποσοστό από το Βungalow και από τον περασμένο Ιανουάριο ασκώ και την οικονομική διαχείριση. Ανακαλύπτω ένα νέο ολόκληρο αντικείμενο» επισημαίνει η κυρία Κουτσού. Οπως λέει, παρ΄ όλο που εκ των πραγμάτων ένα κομμάτι της δουλειάς εκτελείται τη νύχτα, ουδέποτε αισθάνθηκε ότι δουλεύει βράδυ . «Για να πετύχει μια τέτοια επιχείρηση το βράδυ, πρέπει να γίνει αρκετή δουλειά το πρωί. Ο τζίρος δεν χαρίζεται, οπότε αναγκαστικά μειώνεις το κόστος και βελτιστοποιείς το κέρδος» σημειώνει. «Το άλλο σημαντικό είναι ότι όλοι όσοι εμπλέκονται στη δουλειά είναι νέοι. Αυτό δημιουργεί μια διαφορετική ενέργεια στη σχέση μας» επισημαίνει.
Σε ό,τι αφορά την ύφεση, παραμένει αισιόδοξη. «Είμαι αισιόδοξος άνθρωπος, βλέπω πάντα το ποτήρι μισογεμάτο και θα το αντιμετωπίσω.Δεν θα αυξήσουμε τις τιμές, αντίθετα θα απορροφήσουμε τις αυξήσεις των φόρων και ήδη προσπαθούμε να ρίξουμε το κόστοςγια να μπορέσει η εταιρεία να παραμείνει κερδοφόρος. Εντεκα οικογένειες ζουν από αυτήν, καθώς έχουμε 75 άτομα προσωπικό» τονίζει η κυρία Κουτσού.
Γ. Βασιλικούδης
«Να μάθουμε να ζούμε με αυτά που έχουμε»
Και για τον επιχειρηματία κ. Γ. Βασιλικούδη η συγκυρία δεν ήταν η καλύτερη δυνατή για την έναρξη επιχειρήσεως. «Κι εμείς είχαμε ένα μικρό πρόβλημα με τα δάνεια, αφού πέσαμε πάνω στην περίοδο που οι τράπεζες είχαν δυσκολέψει αφόρητα τις χορηγήσεις» λέει. Ο σερραϊκής καταγωγής επιχειρηματίας άνοιξε πρόσφατα- από κοινού με τον συνεταίρο του- ένα μικρό, αλλά ξεχωριστό, μπαρ κοντά στην Πλάκα, ονόματι Chandelier, το οποίο μάλιστα φιλοξενεί και μικρές θεατρικές παραστάσεις.
«Ωστόσο» συμπληρώνει «δεν έχουμε το άλλο κακό:τη σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια!». «Ανοίξαμε τον Μάιο του 2009, όταν η κρίση είχε ήδη ξεσπάσει» λέει. «Εργάζομαι φουλ- όλη την ημέρα εδώ μέσα.
Σιγά σιγάόμως παίρνουμε κόσμο.
Τηρουμένων των συνθηκών θεωρώ ότι μπορώ να είμαι ευχαριστημένος» τονίζει. «Δούλευα πολλά χρόνια στην εστίαση και στην ψυχαγωγία. Ηθελα να κάνω κάτι δικό μου από παλιά. Από τα 15 μου δούλευα τα καλοκαίρια στις ταβέρνες. Σήμερα είμαι 39 χρόνων. Δεν μου φαίνεταιβέβαια… Μάλλον είναι από την καλοπέραση» σημειώνει με μια δόση ειρωνείας. «Πλέον εργάζομαι όλη την ημέρα. Εχω κουραστεί αρκετά, αλλάδεν έχω επιλογή» υπογραμμίζει.
Σε ό,τι αφορά την ύφεση; «Πιστεύω ότι σε περίπου δύο χρόνια η κατάσταση θα εξομαλυνθεί. Ωστόσο, εμείς θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτά ακριβώς που έχουμε.
Σαφώςεκεί έξω υπάρχει αβεβαιότητα. Και με τα πολλά λεφτά όμως αυξάνονται οι ανάγκες σου, και συχνά δεν είναι καν πραγματικές» επισημαίνει.