Η ελληνική οικονομία εξώκειλε κατά την τελευταία πενταετία, αλλά η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία είκοσι χρόνια δεν φρόντισε να προσαρμοστεί στις διεθνείς συνθήκες. Το μοντέλο της ελληνικής οικονομίας σήμερα είναι το ίδιο με αυτό από την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Είναι ένα μοντέλο κλειστής οικονομίας με δικό της νόμισμα, με τεράστιο δημόσιο τομέα και ελάχιστες εξαγωγικές επιχειρήσεις. Καμία κυβέρνηση δεν φρόντισε να αλλάξει αυτό το μοντέλο, ούτε καν να προετοιμάσει την κοινωνία για την αναγκαστική επερχόμενη αλλαγή. Ολες διατήρησαν τον ισχυρό ρόλο του κράτους ακόμη και όταν αλλάξαμε νόμισμα και χάσαμε όλα τα πλεονεκτήματα της νομισματικής πολιτικής. Ετσι αντικαταστήσαμε τις δραχμές μας με ευρώ, τα οποία δεν μπορούσαμε ούτε να τυπώσουμε ούτε να υποτιμήσουμε. Με τα φθηνά επιτόκια του ευρώ δανειστήκαμε πολύ περισσότερα από όσα αντέχαμε, κυρίως για να μεγαλώσουμε ακόμη περισσότερο τον δημόσιο τομέα. Τις επιπτώσεις αυτής της πολιτικής ζούμε τώρα. Το ερώτημα είναι τι κάνουμε από εδώ και πέρα.

Η απάντηση είναι μία και προφανής: Εφόσον δεν έχουμε δικαίωμα τυπώματος ευρώ, θα πρέπει για να γίνουμε πλουσιότεροι να πάρουμε τα ευρώ των άλλων. Ως σήμερα τα παίρναμε με επιδοτήσεις και δάνεια. Τώρα τελείωσαν και οι επιδοτήσεις και τα δάνεια, οπότε μπορούμε να τα πάρουμε με δύο τρόπους: είτε πουλώντας περιουσιακά στοιχεία, είτε εξάγοντας προϊόντα και υπηρεσίες. Αλλη λύση δεν υπάρχει.

Η κυβέρνηση- και οι μελλοντικές ενδεχομένως – αναγκαστικά θα προχωρήσει σε πωλήσεις περιουσίας, είτε αυτές είναι πωλήσεις επιχειρήσεων είτε πωλήσεις γης και ακινήτων. Με τα χρήματα που θα εισπράξει από αυτές τις πωλήσεις θα πρέπει να εξοφλήσει μέρος του δημόσιου χρέους. Το τι ακριβώς θα πουλήσει, πότε, σε ποιους και σε ποιες τιμές πρέπει να γίνει σχεδιασμένα και ύστερα από μεγάλη σκέψη και μελέτη. Η πώληση επιχειρήσεων μειώνει τις προοπτικές εισοδήματος και κερδών για το Δημόσιο, ενώ ταυτόχρονα θέτει σε κίνδυνο τους απασχολούμενους σε αυτές. Πρέπει λοιπόν να γίνει προσεκτικά. Η πώληση περιουσίας είναι πιο ανώδυνη. Αν, για παράδειγμα, πουλήσει κτίρια πρεσβειών που βρίσκονται σε εξαιρετικές περιοχές των μεγάλων πρωτευουσών της Ευρώπης, δεν χάνουμε και τίποτα σημαντικό. Εξάλλου στην Ενωμένη Ευρώπη- εφόσον αυτή συνεχίσει να υπάρχει – δεν έχει νόημα να διαθέτει ένα κράτος-μέλος πολυτελείς πρεσβείες. Το ίδιο ισχύει και για την πώληση οικοπέδων σε διάφορες περιοχές της χώρας. Η γη γενικώς δεν μπορεί να μεταφερθεί αλλού από τους αγοραστές. Θα παραμείνει στην ελληνική επικράτεια, θα υπάγεται στους ελληνικούς νόμους και θα αναπτύσσεται από τους ξένους αγοραστές. Συνεπώς η ανάπτυξη μπορεί να ωφεληθεί από την πώληση γης αφού θα ενισχυθούν οι τοπικές κοινωνίες γύρω από την περιοχή που θα πουληθεί. Ωστόσο, και αυτή η πολιτική πώλησης γης χρειάζεται πολύ προσεκτικό σχεδιασμό.

Ας δούμε τώρα το ζήτημα των εξαγωγών. Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή δεν διαθέτει ούτε πρόσβαση στα διεθνή δίκτυα πωλήσεων ούτε ισχυρά ελληνικά brand names, ούτε ισχυρές εξαγωγικές μονάδες. Για να αρχίσει ο ιδιωτικός τομέας να εξάγει, χρειάζεται υποστήριξη από το κράτος. Χρειάζεται υποστήριξη από την οικονομική διπλωματία. Χρειάζεται οργανωμένη διαφήμιση του ελληνικού brand name στο εξωτερικό. Εξάλλου αυτό ακριβώς το μάθημα δίδασκε η κυρία Κατσέλη στο Πανεπιστήμιο. Ο προσδιορισμός των κλάδων στους οποίους η ελληνική οικονομία πρέπει να προσανατολιστεί για να εξάγει είναι αναγκαίος για να μην πελαγοδρομούμε.

gnikolo@dolnet.gr