«Ποιο είναι το αγαπημένο σας πολιτικό ανέκδοτο;» ρώτησαν των ηγέτη των Συντηρητικών Ντέιβιντ Κάμερον λίγο καιρό πριν από τις βρετανικές εκλογές. Απάντηση: ο Νικ Κλεγκ! Οι δημοσιογράφοι θύμισαν φυσικά αυτό το επεισόδιο στην πρώτη συνέντευξη Τύπου που έδωσαν οι δύο ηγέτες για να ανακοινώσουν τον συνασπισμό τους.
Η εμφάνισή τους έγινε υπό το σήμα της «ρήξης»: και οι δύο υποσχέθηκαν να αλλάξουν πολιτική, να δώσουν στους Βρετανούς μια κυβέρνηση νέου τύπου, σε ένα ντουέτο που έμοιαζε απόλυτα ομόθυμο. Αυτό όμως δεν ήταν δεδομένο εξαρχής. Αρχικά οι ψηφοφόροι τοποθέτησαν επικεφαλής το συντηρητικό κόμμα, αλλά χωρίς απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο και με μόλις το 36% των ψήφων. Απέναντί του, τα δύο άλλα κόμματα είχαν βεβαίως μείνει πίσω αλλά αντιπροσώπευαν το 65% των Βρετανών.
Τουλάχιστον εκείνων των Βρετανών που μπόρεσαν να ψηφίσουν, διότι οι συνθήκες της ψηφοφορίας ήταν τέτοιες που δημιούργησαν αμφιβολίες ως προς την ίδια της τη νομιμότητα σε ορισμένες περιφέρειες όπου τα αποτέλεσμα ήταν ιδιαιτέρως περιορισμένο και όπου μεγάλος αριθμός πολιτών δεν μπόρεσε να έχει πρόσβαση στα εκλογικά τμήματα εξαιτίας της κακής διοργάνωσης. Το βράδυ των εκλογών, αν και τον είχαν ξεπεράσει οι Συντηρητικοί και με 29% των ψήφων είχε λάβει ένα από τα χειρότερα ποσοστά των τελευταίων ετών του Εργατικού Κόμματος, ο Γκόρντον Μπράουν είχε αρκετή στήριξη για να προτείνει μια κυβερνητική συμμαχία στους Φιλελεύθερους Δημοκράτες. Αλλά η επιλογή του ηγέτη τους Νικ Κλεγκ ήταν εκείνη της αριθμητικής: προσθέτοντας των αριθμό των εδρών των Συντηρητικών και των Φιλελευθέρων, η πλειοψηφία ήταν ισχυρότερη. Αυτό επέτρεψε στον Νικ Κλεγκ και στον Ντέιβιντ Κάμερον να πουν ότι θα μείνουν στην κυβέρνηση για πέντε χρόνια και ότι θα προσφέρουν στη χώρα μια «ισχυρή πλειοψηφία».
Αυτή η συμμαχία οφείλει πολλά στην επιθυμία του Νικ Κλεγκ να κυβερνήσει και μάλιστα για καιρό, ώστε να βάλει τέλος σε μια κατάσταση που έκανε του Φιλελεύθερους Δημοκράτες αιώνιους κομπάρσους της βρετανικής πολιτικής ζωής. Επιπλέον ο ίδιος ο κ. Κλεγκ είναι άνθρωπος της Κεντροδεξιάς, σε αντίθεση με τα μέλη του κόμματός του που μάλλον ανήκουν στην Κεντροαριστερά.
Ο συμβιβασμός ο οποίος υπεγράφη κάνοντας τον Νικ Κλεγκ αντιπρόεδρο της κυβέρνησης συντίθεται από δύο βασικές παραμέτρους, τη διαχείριση της κρίσης και τη μεταρρύθμιση της πολιτικής ζωής.
Οσον αφορά το θέμα της Ευρώπης, το οποίο μας ενδιαφέρει και περισσότερο, από τη μία μπορούμε να χαρούμε διότι η παρουσία των Φιλελευθέρων στην κυβέρνηση απομακρύνει το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας νέας θεσμικής κρίσης στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Από την άλλη μπορούμε επίσης να απογοητευτούμε, καθώς η εξωτερική πολιτική βρίσκεται στα χέρια του Γουίλιαμ Χέιγκ, ηγέτη του πιο ακραία εχθρικού προς την ΕΕ ρεύματος στους κόλπους των Συντηρητικών. Οι κκ. Κάμερον και Κλεγκ ανακοίνωσαν ότι η Βρετανία «ποτέ» δεν θα μπει στη ζώνη του ευρώ και ότι θα αντιταχθούν σε κάθε νέα διεύρυνση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Μπορούμε συνεπώς να πούμε ότι η Βρετανία επιστρέφει στην «ειδική της σχέση» με τις Ηνωμένες Πολιτείες και, σύμφωνα με τις δηλώσεις του κ. Χέιγκ, σε μια πάνω απ΄ όλα «βρετανική» εξωτερική πολιτική.
Απέναντί τους, το κόμμα των Εργατικών θα πρέπει να βρει έναν διάδοχο για τον Γκόρντον Μπράουν, ο οποίος είχε ανακοινώσει ότι θα παραιτούνταν αν αυτό διευκόλυνε μια συμμαχία με τους Ελευθεροδημοκράτες. Αυτό δεν συνέβη και έτσι ο κ. Μπράουν, ο οποίος επί δέκα χρόνια υπήρξε ο άρχων της βρετανικής οικονομίας σε μια εποχή πραγματικά εξαιρετική και έπειτα πρωθυπουργός για τρία χρόνια εν καιρώ κρίσης, εγκαταλείπει τη θέση του. Εκείνος που αναδεικνύεται αντικαταστάτης του είναι ο μέχρι προ ημερών υπουργός Εξωτερικών της χώρας Ντέιβιντ Μίλιμπαντ. Η πολιτική ζωή της Βρετανίας αναμένεται να είναι έντονη τα επόμενα χρόνια, με πρωταγωνιστές τρεις προσωπικότητες που μετά βίας ξεπερνούν την ηλικία των 40 ετών…
Ο κ. Ζαν-Μαρί Κολομπανί είναι ένας από τους εγκυρότερους ευρωπαίους δημοσιογράφους, πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Le Μonde». Το τακτικό, ανά Κυριακή, άρθρο του είναι γραμμένο αποκλειστικά για «Το Βήμα».