O δρ Τζόνσον μιλώντας για τους πολιτικούς του 18ου αιώνα είπε ότι ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο του καθάρματος. Απερίφραστες κατηγορίες για εθνική προδοσία είναι πλέον σπάνιες στη σημερινή πολιτική ζωή, αλλά έχουν αντικατασταθεί από φήμες για οικονομική προδοσία και προδοσία της εμπιστοσύνης των αγορών.

Στον σημερινό οικονομικά ψυχαναγκαστικό κόσμο η εμπιστοσύνη είναι το τελευταίο καταφύγιο του απατεώνα. Τις τελευταίες ημέρες ακούμε επανειλημμένως ότι οι πολιτικοί μας ρισκάρουν την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας ή ότι θέτουν σε κίνδυνο τη στερλίνα ή ότι αντιμετωπίζουν την πιθανότητα τιμωρίας από τις αγορές ομολόγων. Οι πολιτικοί ηγέτες υποχρεώθηκαν να λάβουν αποφάσεις τεράστιας ιστορικής σημασίας μέσα σε διάστημα λίγων ημερών- ή ακόμη και ωρών- προκειμένου να προλάβουν τις αυθαίρετες προθεσμίες που τους έθεσαν οι υποτιθέμενες αδιάλλακτες αγορές.

Οποιαδήποτε πολιτική δράση με την οποία κάποιος σχολιαστής ή επιχειρηματίας τυχαίνει να διαφωνεί κατηγορείται ότι υπονομεύει την επιχειρηματικότητα και την εμπιστοσύνη των καταναλωτών. Οπως οι έλληνες μάντεις που ισχυρίζονταν ότι άκουγαν φωνές από τον Ολυμπο, οι οικονομικοί αναλυτές διατρανώνουν στην τηλεόραση ότι καμία θυσία δεν είναι αρκετά μεγάλη ή αρκετά επώδυνη για να εξευμενίσει αυτόν τον νέο θεό των αγορών.

Οι πολιτικοί της Βρετανίας δεν ήταν οι μόνοι που εξαναγκάστηκαν να λάβουν αποφάσεις οι οποίες θα μεταμορφώσουν τη χώρα τους για πολλές δεκαετίες. Ενα πολύ πιο θεαματικό παράδειγμα πολιτικού πανικού μπροστά στις αγορές ήταν το πακέτο διάσωσης για την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία που «μαγειρεύτηκε» στις Βρυξέλλες.

Ο κόσμος θα ήταν πολύ καλύτερος αν οι πολιτικοί ηρεμούσαν και αν τα μέσα ενημέρωσης έδιναν λιγότερη σημασία στους κύκλους των αγορών ως αντίδραση στα πολιτικά γεγονότα. Μεταξύ αυτών που θα επωφελούνταν περισσότερο από μια πιο επιφυλακτική στάση στη γνώμη των επιχειρήσεων και των χρηματοοικονομικών αγορών θα ήταν οι ίδιοι οι επιχειρηματίες και οι επενδυτές. Ευτυχώς για τη Βρετανία οι πολιτικοί μας αποδεικνύονται πιο ρωμαλέοι στον οικονομικό εκβιασμό σε σχέση με τους πολιτικούς στην ηπειρωτική Ευρώπη. Υπάρχει βέβαια ο κίνδυνος οι βρετανοί πολιτικοί να εξοικειωθούν τόσο με τις εφήμερες διακυμάνσεις της οικονομικής εμπιστοσύνης και να αρχίσουν να αγνοούν τα πραγματικά μακροπρόθεσμα συμφέροντα της βρετανικής επιχειρηματικότητας και οικονομίας από τις οποίες εξαρτάται η ευημερία της χώρας.

Σκεφθείτε όσα συνέβησαν την περασμένη Δευτέρα. Το Σαββατοκύριακο τόσο η λίρα όσο και το ευρώ υποτίθεται ότι απειλήθηκαν με κατάρρευση. Στη Βρετανία, επειδή η χώρα βρισκόταν σε πολιτικό αναβρασμό. Στην ευρωζώνη, επειδή η πορτογαλική και η ισπανική αγορά ομολόγων θα κατέρρεαν αν το πακέτο διάσωσης δεν ανακοινωνόταν προτού ανοίξουν οι ασιατικές αγορές, στη μία το πρωί (ώρα Ευρώπης). Οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες σοφά αγνόησαν την προθεσμία και συνέχισαν να διαπραγματεύονται για την καλύτερη συμφωνία που θα μπορούσαν να επιτύχουν. Στις Βρυξέλλες, αντίθετα, οι ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομίας πανικοβλήθηκαν υπό την πίεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του προέδρου Σαρκοζί. Το αποτέλεσμα ήταν το μεγαλύτερο πρόγραμμα δανεισμού στην ιστορία από οποιαδήποτε ομάδα κρατών.

Δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτό θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Μακροπρόθεσμα η δημιουργία κάποιου θεσμικού μηχανισμού για τη μεταφορά χρημάτων από τη Γερμανία στις πιο φτωχές χώρες της Νότιας Ευρώπης θα ήταν μάλλον απαραίτητη για την επιβίωση του ευρώ και για την ευημερία των γερμανικών εταιρειών που εξαρτώνται από τις αγορές της Μεσογείου.

Φυσικά, μια τόσο σημαντική απόφαση δεν θα έπρεπε να είχε ληφθεί εν μια νυκτί, με τη Βρετανία να μην έχει κυβέρνηση και τον γερμανό υπουργό Οικονομίας στο νοσοκομείο. Γιατί λοιπόν οι ευρωπαίοι ηγέτες υπέκυψαν σε αυτή τη φάρσα; Ενα μέρος της εξήγησης μας δίνεται από τη μακιαβελική πολιτική. Για το Παρίσι, τις Βρυξέλλες και τις χώρες της Μεσογείου οι εκλογές στη Βρετανία και στη Γερμανία τούς προσέφεραν την ευκαιρία να παρακάμψουν τις αντιρρήσεις αυτών των δύο χωρών ως προς το τεράστιο πακέτο διάσωσης. Παρ΄ όλα αυτά, ο κυριότερος λόγος ήταν ότι έπρεπε να επιτευχθεί μια συμφωνία πριν από το άνοιγμα των ασιατικών αγορών.

Πώς αντέδρασαν οι χρηματοοικονομικές αγορές το επόμενο πρωί; Το ευρώ ανέβηκε κατά 2% μέσα στις επόμενες ώρες από την ανακοίνωση του πακέτου, ενώ η λίρα έπεσε εξαιτίας του θολού πολιτικού τοπίου. Αργότερα μέσα στην ημέρα ωστόσο η λίρα σταθεροποιήθηκε και μάλιστα ενισχύθηκε έναντι του ευρώ. Πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι το πραγματικό οικονομικό πρόβλημα της Βρετανίας εν τέλει θα είναι μια πολύ ισχυρή λίρα.

Το μάθημα από την εμπειρία αυτής της εβδομάδας είναι ότι οι πολιτικοί θα πρέπει να δίνουν λιγότερη σημασία στην οικονομική και επιχειρηματική «εμπιστοσύνη» και να επικεντρωθούν στα πραγματικά επιχειρηματικά συμφέροντα. Αν μια κυβέρνηση συμπιέζει τα επιχειρηματικά κέρδη με υπέρογκους φόρους, υψηλά επιτόκια και υπερβολικές κανονιστικές πολιτικές, αυτό θα βλάψει την οικονομία και θα προκαλέσει μεγάλες απώλειες σε επενδύσεις και θέσεις εργασίας. Αν, αντίθετα, μια κυβέρνηση βοηθάει τις επιχειρήσεις και τους προσφέρει κίνητρα, τότε η οικονομία θα ενισχυθεί. Αυτές είναι οι πραγματικές πολιτικές που μπορούν να καθορίσουν την επιχειρηματική εμπιστοσύνη. Τα υπόλοιπα είναι απάτες.