O Ντέιβιντ Κάμερον δεν ήταν πολύ επεξηγηματικός όταν τον ρώτησε ένας δημοσιογράφος αν είχε κάτι να πει για τον τελευταίο γύρο των συνομιλιών με στόχο τον σχηματισμό κυβέρνησης. Ο ηγέτης των Συντηρητικών προτίμησε να αστειευτεί: «Δεν έχω ιδέα. Κανείς δεν μου λέει τίποτε πια» απάντησε.
Οι περισσότερες προβλέψεις που έγιναν τις τελευταίες ημέρες κράτησαν όσο κρατά η λιακάδα την άνοιξη στην Αγγλία. Παρά ταύτα, ο Κάμερον είναι πλέον ο νέος πρωθυπουργός της Βρετανίας και η κοινοβουλευτική εκδοχή του Πολέμου των Ρόδων έλαβε τέλος. Οι καλύτερες και οι χειρότερες πλευρές του Γκόρντον Μπράουν αντανακλώνται στον τρόπο με τον οποίο αποχώρησε. Η ημι-παραίτησή του την περασμένη Δευτέρα ήταν η κακή πλευρά του χαρακτήρα του: ο στόχος του να παραμείνει στην Ντάουνινγκ Στριτ ως τον Σεπτέμβριο εφόσον το Εργατικό Κόμμα μετείχε σε μια κυβέρνηση συνασπισμού με τους Φιλελευθέρους δεν είχε μεγάλη σχέση με το εθνικό συμφέρον.
Η κίνηση αυτή έμοιαζε περισσότερο με πολιτική επίθεση αυτοκτονίας, με στόχο να ματαιωθεί η προσπάθεια σχηματισμού κυβέρνησης των Συντηρητικών με τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες. Η δεύτερη παραίτησή του το βράδυ της περασμένης Τρίτης όμως ανέδειξε την καλή πλευρά του χαρακτήρα του.
Ακόμη και οι αντίπαλοί του αισθάνθηκαν συμπάθεια για τον Μπράουν καθώς ανακοίνωνε το τέλος της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Λίγο αργότερα, ο Κάμερον έφθασε στο Μπάκιγχαμ για να φιλήσει το χέρι της βασίλισσας και να γίνει, στα 43 του, ο νεότερος πρωθυπουργός της Βρετανίας από τον λόρδο Λίβερπουλ, το 1812.
Και όμως, τα πράγματα δεν έμοιαζε να οδηγούν εκεί. Τη Δευτέρα το βράδυ οι πολιτικοί παρατηρητές πίστεψαν ότι ο τολμηρός ελιγμός του Μπράουν μπορεί και να είχε αποτέλεσμα. Παρ΄ όλο που ο Νικ Κλεγκ είχε δηλώσει ότι οι Συντηρητικοί είχαν τον πρώτο λόγο για τον σχηματισμό κυβέρνησης, ο Μπράουν αποκάλυψε ότι οι Φιλελεύθεροι είχαν προσεγγίσει και τους Εργατικούς.
Στη συνέχεια, μια ατέλειωτη σειρά υπουργών του Εργατικού Κόμματος άρχισε να παρελαύνει στην τηλεόραση επιμένοντας ότι παρ΄ όλο που το κόμμα έχασε 91 έδρες και έλαβε 2 εκατ. ψήφους λιγότερες από τους Συντηρητικούς, στην πραγματικότητα δεν είχε χάσει τις εκλογές. Αρα δεν υπήρχε λόγος να αλλάξει η κυβέρνηση.
Και έτσι το εκλογικό σώμα βρέθηκε αντιμέτωπο με το ασυνήθιστο θέαμα μιας «Συμμαχίας των Χαμένων». Αν και συνταγματικά θεμιτή, μια τέτοια διευθέτηση δεν έχει καμιά σχέση με τη βρετανική αίσθηση του fair play. Πολύ περισσότερο που μια τέτοια συμμαχία δεν θα είχε ούτε την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και θα χρειαζόταν τη στήριξη των κομμάτων της Σκωτίας, της Ουαλλίας και της Βόρειας Ιρλανδίας.
Τελικά επικράτησαν πιο φρόνιμες σκέψεις. Οι συνομιλίες με τους Εργατικούς κατέρρευσαν. Και η συμμαχία των Φιλελευθέρων με τους Συντηρητικούς αποτέλεσε ξαφνικά τη μοναδική προσφορά που υπήρχε στο τραπέζι. Ο Κλεγκ βρέθηκε παγιδευμένος. Αν συμμαχούσε με τους Συντηρητικούς θα τον τιμωρούσαν οι ψηφοφόροι της Σκωτίας και της Βόρειας Αγγλίας. Αν υποστήριζε τους Εργατικούς θα διακινδύνευε την εκδήλωση αντιδράσεων στη Νότια και Νοτιοδυτική Αγγλία.
Κορόνα- γράμματα, έχανε. Επρεπε όμως να αποφασίσει. Και υπέρ της τελικής του επιλογής μέτρησαν ορισμένοι παράγοντες. Πρώτον, οι Συντηρητικοί και οι Φιλελεύθεροι μαζί έχουν 363 έδρες, πράγμα που ισοδυναμεί με σταθερότητα. Οι επόμενες εκλογές δεν χρειάζεται θεωρητικά να γίνουν πριν από το 2015. Δεύτερον, παρ΄ όλο που τα δύο κόμματα αντιπροσωπεύουν αντίθετες ιδεολογικές πτέρυγες, έχουν περισσότερα κοινά σημεία από όσα θα περίμενε κανείς.
Σε θέματα όπως οι ελευθερίες του ατόμου, η φορολογική μεταρρύθμιση, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και η αποκέντρωση του πολιτικού συστήματος, τους ενώνει μια φιλοσοφική προσέγγιση που τοποθετεί το άτομο πάνω από το κράτος. Αυτή η προσέγγιση φαίνεται ότι υπερίσχυσε άλλων υπολογισμών, όπως το τι θα γίνει με τη μεταρρύθμιση του εκλογικού συστήματος.
Το άμεσο καθήκον της κυβέρνησης είναι να διαβεβαιώσει τις αγορές ότι η Βρετανία θα ασχοληθεί σοβαρά με τη βελτίωση των δημοσιονομικών της. Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση αυτή θα ασκεί μικρότερη επιρροή στο διεθνές πεδίο από την προηγούμενη. Η σχέση της Βρετανίας με τις Βρυξέλλες θα «παγώσει» ως το 2015. Και θα πρέπει να βρεθεί ένας συμβιβασμός για το Αφγανιστάν. Και τα δύο κόμματα συμφωνούν ότι η βρετανική στρατιωτική παρουσία εκεί δεν μπορεί να παραμείνει επ΄ άπειρον. Το ζήτημα αυτό, όπως και τόσα άλλα, παραμένει ανοικτό. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ύστερα από 13 χρόνια πολιτικής υπερορίας, οι Συντηρητικοί επέστρεψαν.
Ο κ. Αλεξ Μάσι είναι πολιτικός συντάκτης του περιοδικού «Τhe Spectator».