Ξέφρενο ράλι ανακούφισης στο ευρώ, στα χρηματιστήρια και κυρίως στις τραπεζικές μετοχές και στις αγορές ομολόγων πυροδότησε το τεράστιο οικονομικό πακέτο διάσωσης 750 δισ. ευρώ που αποφάσισαν οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και οι αξιωματούχοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Προτού ανοίξουν οι αγορές ανακοίνωσαν το δεύτερο μεγαλύτερο πακέτο από αυτό που είχε αποφασιστεί από τους ηγέτες του G20 μετά τη χρεοκοπία της Lehman Βrothers. Ενώ οι κεντρικοί τραπεζίτες τρομοκρατημένοι από το χάος που είχε επικρατήσει στις χρηματοπιστωτικές αγορές την εβδομάδα που πέρασε, το οποίο μαθηματικά οδηγούσε σε κραχ, φαίνεται ότι άρχισαν να αγοράζουν κρατικά ευρωομόλογα.

Οι αποφάσεις αυτές προκάλεσαν άλμα του ευρώ κατά 3% έναντι του δολαρίου και οι ευρωπαϊκές μετοχές κατέγραψαν την υψηλότερη ημερήσια άνοδο των τελευταίων 17 μηνών. Αρκετοί ωστόσο προτίμησαν να αποκομίσουν τα τεράστια κέρδη τους. Εξαιτίας των ρευστοποιήσεων αυτών το ευρώ από τα 1,3094 δολάρια υποχώρησε στα 1,2818 δολάρια και στη συνέχεια έπαιζε γύρω στα επίπεδα αυτά, με συνέπεια η άνοδός του έναντι του δολαρίου να περιοριστεί στο 0,63%. Παρά τις ρευστοποιήσεις κερδών, τα χρηματιστήρια της Ευρώπης έκλεισαν με μεγάλη άνοδο: κατά 5,30% η Φραγκφούρτη, 9,66% το Παρίσι, 14,43% η Μαδρίτη, 11,28% το Μιλάνο και 10,64% η Λισαβόνα. Επίσης η Wall Street σημείωνε άνοδο γύρω στο 4% δύο ώρες πριν από το κλείσιμο των συναλλαγών.

Ο κίνδυνος κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος της Ευρώπης ήταν αυτός που εξανάγκασε πολιτικούς και τραπεζίτες να πάρουν τα επείγοντος χαρακτήρα μέτρα, τα οποία θα έπρεπε να είχαν πάρει εδώ και έξι μήνες, προτού η κρίση χρέους της Ελλάδας ξεφύγει από κάθε έλεγχο και αρχίσει να διαχέεται στις άλλες καταχρεωμένες και ασθενείς οικονομικά χώρες της ευρωζώνης. Το οικονομικό πακέτο διάσωσης περιλαμβάνει κεφάλαια άμεσης διάθεσης για κυβερ νήσεις της ζώνης του ευρώ οι οποίες δυσκολεύονται να δανειστούν από τις αγορές, όπως η χώρα μας, και παροχή ρευστότητας στο σύστημα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Επίσης η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) άνοιξε και πάλι τις γραμμές currency swaps που είχε με τις άλλες κεντρικές τράπεζες κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης ώστε να διασφαλιστεί η ρευστότητα των δολαρίων.

Εξάλλου η ΕΚΤ άρχισε να αγοράζει κρατικούς τίτλους, όπως δημοσιοποίησε ο εκπρόσωπος της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας (Βundesbank), αλλά χωρίς να δώσει λεπτομέρειες. Πάντως η ΕΚΤ αρνήθηκε να απαντήσει σε τέτοιες ερωτήσεις. Λέγεται ωστόσο ότι οι τραπεζίτες της ΕΚΤ τελικά υπέκυψαν στις δραματικές πιέσεις που δέχθηκαν από τους ευρωπαίους πολιτικούς. Βεβαίως έπαιξε ρόλο και η δραματική κατάσταση που επικράτησε στις χρηματοπιστωτικές αγορές την εβδομάδα που πέρασε, διότι οι ενδείξεις ήταν σχεδόν παρόμοιες με αυτές που υπήρξαν κατά και μετά τη χρεοκοπία της Lehman Βrothers. Οι τραπεζίτες της ΕΚΤ αντιδρούν διότι η ανορθόδοξη πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης (quantitative easing), όπως αποκαλείται η αγορά των κρατικών τίτλων, είναι μια πληθωριστική πολιτική. Και τούτο διότι η εκτύπωση του νέου χρήματος αυξάνει τον κίνδυνο του πληθωρισμού.

Τον πληθωριστικό κίνδυνο τον αγνόησαν ωστόσο οι τραπεζίτες των ΗΠΑ και της Βρετανίας, όταν κλήθηκαν να διασώσουν το τραπεζικό σύστημα των χωρών τους που έφθασε στο χείλος της χρεοκοπίας κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Ειδικότερα, ο πρόεδρος της Fed Μπεν Μπερνάνκι όχι μόνο μηδένισε τα επιτόκια του δολαρίου, αλλά άρχισε να τυπώνει αφειδώς νέο χρήμα για να αγοράσει κρατικά ομόλογα ύψους 300 δισ. δολαρίων προκειμένου να αντιμετωπίσει τις κολοσσιαίες ζημιές ύψους 1,5 τρισ. δολαρίων που είχαν σημειώσει οι αμερικανικές τράπεζες. Το πρόγραμμα αυτό διήρκεσε έως και τον περασμένο μήνα όπου διεφάνη ότι η αμερικανική οικονομία έχει αρχίσει να αναπτύσσεται. Στη Βρετανία συνεχίζεται το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων στα επίπεδα των 200 δισ. στερλινών, διότι είναι αβέβαιες ακόμη οι προοπτικές της βρετανικής οικονομίας, όπως πιστεύει η κεντρική τράπεζα της Αγγλίας. Σημειωτέον ότι μέσω του προγράμματος της ποσοτικής χαλάρωσης η κεντρική τράπεζα είχε αγοράσει περισσότερο του ενός πέμπτου από τη συνολική ποσότητα των βρετανικών κρατικών ομολόγων, ώστε να αποτρέψει ένα καταστρεπτικό άλμα των αποδόσεών τους και να τονώσει τη βρετανική οικονομία. Παρόμοια μέτρα είχε πάρει και η κυβέρνηση της Ιαπωνίας μεταξύ του 2001 και του 2006 για να καταπολεμήσει τον εφιάλτη του αποπληθωρισμού.