Κάθε μέρα που περνάει η χώρα κάνει ένα βήμα μπροστά. Στην κατεύθυνση του χάους. Ενα βήμα σε μια πορεία της οποίας αγνοούμε τη διαδρομή αλλά φοβόμαστε την κατάληξη. Και αυτό επειδή με τα σημερινά δεδομένα τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο, ούτε καν προβλέψιμο.

Για πολλούς λόγους.

Πρώτον, η κρίση δείχνει να επεκτείνεται και να γενικεύεται. Τώρα αντιλαμβάνονται όλοι το κόστος των καθυστερήσεων, αλλά είναι πια αργά. Θα αναχαιτιστεί η επίθεση κατά του ευρώ; Αν ναι, τότε και η Ελλάδα έχει ελπίδες σωτηρίας. Αν όχι, το μέλλον είναι άδηλο. Ο,τι και αν συμβεί, πάντως, το πράγμα έχει ξεφύγει πλέον από τα χέρια μας. Δεύτερον, μπορεί να ενεργοποιήθηκε ο μηχανισμός διάσωσης της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ενωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αλλά ουδείς γνωρίζει αν ο μηχανισμός αυτός θα αποδειχθεί αρκετός για να αποφύγει η χώρα την (ανοιχτή ή καλυμμένη) πτώχευση. Η κυβέρνηση πιστεύει ότι τα πράγματα θα εξομαλυνθούν, οι αγορές στέλνουν το αντίθετο μήνυμα. Ως τώρα πάντως έχουν επιβεβαιωθεί τα μηνύματα των αγορών, όχι οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης.

Τρίτον, είναι ανοιχτό το ερώτημα αν τα μέτρα θα εφαρμοστούν και αν θα αποδώσουν. Και αυτό όχι επειδή αμφισβητεί κανείς τις προθέσεις και την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης αλλά επειδή είναι εξαιρετικά αμφίβολη η αποτελεσματικότητα του πολιτικού και του διοικητικού μηχανισμού που καλείται να τα εφαρμόσει. Με άλλα λόγια, δεν αρκεί να εξαγγέλλεις την περικοπή των δημοσίων δαπανών, πρέπει και να εφαρμόσεις τις περικοπές. Τέταρτον, παραμένει (ακόμη) απροσδιόριστη η παράμετρος της γενικότερης οικονομικής συγκυρίας. Η κυβέρνηση ξεκίνησε τον Ιανουάριο με την υπόθεση μιας ύφεσης στο 0,3%. Πήγαμε σύντομα στο 2% και τώρα ο υπουργός Οικονομικών μιλάει για 4%. Τραπεζικοί παράγοντες θεωρούν ότι η ύφεση (με τα σημερινά δεδομένα) κινδυνεύει να κινηθεί στο ύψος του 5%6%. Μεγαλύτερη ύφεση, όμως, σημαίνει μικρότερη απόδοση των μέτρων που έχουν ληφθεί. Αρα, θα χρειαστούν και άλλα μέτρα.

Πέμπτον και βασικότερο, θα αντέξει η ελληνική κοινωνία το κόστος του προγράμματος που της επιβάλλεται; Ως τώρα, από όπου πέρασε το ΔΝΤ, άφησε πίσω του κομμάτια και θρύψαλα. Και την ίδια στιγμή οι πιο έγκυροι οικονομικοί αναλυτές αμφιβάλλουν αν το πρόγραμμα αυτό είναι αποτελεσματικό.

Ο Ζαν-Πολ Φιτουσί, ας πούμε, έλεγε στη «Figaro» ότι «οι οικονομολόγοι ξέχασαν πως στην Ελλάδα υπάρχει δημοκρατία. Δεν μπορείς να επιβάλλεις τέτοιο ηλεκτροσόκ στον πληθυσμό. Κυρίως σε κατάσταση ύφεσης και μηδενικής ανάπτυξης».

Ο Λάρι Ελιοτ έγραφε στον «Guardian»: «Αυτό δεν είναι σχέδιο διάσωσης. Είναι ένα σπειροειδές που οδηγεί στον οικονομικό θάνατο». Ακόμη και ο πολυτραγουδισμένος Τζόζεφ Στίγκλιτζ αποφαινόταν, στην ίδια εφημερίδα, ότι το πρόγραμμα «είναι ανέφικτο και οι διανεμητικές επιπτώσεις του απαράδεκτες».

Για να το πούμε στην ξύλινη πολιτική γλώσσα της εποχής: κανείς δεν ξέρει αν οι θυσίες θα αποδώσουν και πολλοί αμφισβητούν ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο. Σκεφτείτε, λοιπόν, την ελληνική κοινωνία σε βάθος χρόνου να υποχρεώνεται σε όλο και μεγαλύτερες θυσίες χωρίς καμία βεβαιότητα ανταμοιβής. Τα τραγικά γεγονότα αυτής της εβδομάδας κινδυνεύουν να αποτελούν μακρινή ανάμνηση.

Να το, λοιπόν, το ζουμί: η πολιτική διαχείριση της κατάστασης. Ως τώρα δεν έχει λάμψει με την αποτελεσματικότητά της, παρ΄ όλο που οι αντιδράσεις είναι ακόμη ήπιες. Αλλά τα πράγματα θα χειροτερεύσουν, θα οξυνθούν και στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο, και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το σημερινό κυβερνητικό σχήμα μπορεί να αντεπεξέλθει.

Υπάρχει ακόμη χρόνος; Ενδεχομένως. Μόνο που το κακό με τον χρόνο είναι ότι καταλαβαίνεις πως τελείωσε όταν έχει ήδη τελειώσει.