Το ελληνικό πρόβλημα έχει τις ρίζες του σε ένα κακό πολύ πιο βαθύ, που είναι οι αντιφάσεις του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Σε σημείο που μοιάζει δύσκολο σήμερα να αντιληφθεί κανείς αν οι αγορές παίζουν κόντρα στην Ελλάδα ή κόντρα στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Δεν είναι το δεύτερο που καθιστά πιο ευάλωτη την πρώτη; Η ρήτρα της μη διάσωσης των ευρωπαϊκών συνθηκών έχει επιπτώσεις που ξεπερνούν κατά πολύ εκείνους που η ίδια η ρήτρα προέβλεπε. Εκτός από το ότι καταδικάζει στη μοναξιά τις χώρες της ευρωζώνης, κάτι που συνιστά μια παράξενη ρύθμιση για τον θεμελιώδη νόμο μιας Ενωσης κρατών, εκχωρεί στις αγορές τον ρόλο του κριτή σε τελευταίο βαθμό σε ό,τι αφορά την τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων της Ενωσης.

Είναι σαφές ότι η Ελλάδα «μαγείρεψε» τα δημοσιονομικά της. Αλλά την ίδια δυσκολία χρηματοδότησης θα μπορούσε να αντιμετωπίσει η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιρλανδία και οποιαδήποτε χώρα βρισκόταν σε δυσχερή δημοσιονομική θέση. Δηλαδή όλες! Διότι δεν γνωρίζω ως πού φθάνουν οι ηθικοί φραγμοί των αγορών. Ποιος είναι λοιπόν ο κατάλληλος μηχανισμός για την επιστροφή στην αρετή που δεν αναγράφεται στις συνθήκες αλλά προκύπτει λογικά από το «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα»;

Η απάντηση βρίσκεται στο δόγμα της οικονομίας της αγοράς: ευελιξία μισθών και τιμών. Η δημοσιονομική λιτότητα στην οποία οδηγείται αναγκαστικά η χώρα (μείωση δαπανών ή και αύξηση των φόρων) θα επιφέρει την περαιτέρω μείωση της εγχώριας ζήτησης. Θα ακολουθήσει η μεγέθυνση της ανεργίας και του όγκου των αδιάθετων προϊόντων που θα φέρουν με τη σειρά τους μείωση μισθών και τιμών: ήτοι μια μαζική εκποίηση της απασχόλησης και των καταναλωτικών προϊόντων μέσω της οποίας θα αναθερμανθεί η ζήτηση και η αγορά εργασίας. Ακόμη περισσότερο η γενικευμένη μείωση των τιμών και του κόστους θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της χώρας, όπως θα συνέβαινε και σε περίπτωση υποτίμησης του νομίσματος (όμως στην προ κειμένη περίπτωση αυτό που μεταβάλλεται δεν είναι η ονομαστική αλλά η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία).

Εν ολίγοις η δημοσιονομική προσαρμογή των χωρών στις οποίες υπάρχει έλλειψη ευελιξίας στην απασχόληση (γεγονός που οφείλεται και στα πολιτιστικά και γλωσσικά εμπόδια μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών) υποτίθεται ότι συνοδεύεται με αποπληθωρισμό. Να όμως που έχει ενσκήψει η κρίση και έτσι τόσο η αιτία της (υπερβολικός ιδιωτικός δανεισμός) όσο και οι συνέπειές της (αύξηση του δημόσιου δανεισμού σε παγκόσμιο επίπεδο) καθιστούν την πολιτική επιλογή του αποπληθωρισμού απλώς ανεφάρμοστη. Διότι θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου δανεισμού.

Η τραγική ασυμφωνία μεταξύ των ευρωπαίων εταίρων θα μπορούσε να επιταχύνει έστω και ακούσια ένα γεγονός που μοιάζει πλέον όλο και πιο πιθανό: την αναγκαστική υπαγωγή των χωρών της Ευρώπης σε καθεστώς λιτότητας. Τότε θα απαιτηθεί εκ νέου η αρωγή προς τα πιστωτικά ιδρύματα προκειμένου να διασωθεί το σύστημα. Διαφορετικά θα πρέπει να παραιτηθούμε ολοκληρωτικά όπως το 1930. Και όμως η απόφαση για «αρωγή», η οποία ελήφθη από το Εurogroup στις 2 Μαΐου, συνοδεύτηκε από τόσο αυστηρές προϋποθέσεις που καθιστούν την Ελλάδα ένα ευρωπαϊκό εργαστήριο αποπληθωρισμού (εφόσον βέβαια μπορέσουν να εφαρμοστούν αυτά τα μέτρα). Με όποιο τρόπο και αν γίνει δεκτό το πρόγραμμα βοήθειας στην Ελλάδα, βέβαιον είναι ότι η παράλυση των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνωνθα είχε ανυπολόγιστο κόστος.

Η ζώνη του ευρώ υστερεί ήδη σε ανάπτυξη συγκριτικά με άλλες μεγάλες οικονομίες εξαιτίας της έλλειψης συνοχής κατά παράβαση του θεμελιώδους αξιώματος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αντί λοιπόν να επωφεληθεί από την καλύτερη- συγκριτικά με άλλες οικονομίες- κατάσταση των δημοσιονομικών της, η ευρωζώνη σπατάλησε όλες τις δυνάμεις της στην προσπάθεια «εξαγνισμού» του παρελθόντος, ενώ θα έπρεπε να εργάζεται για την οικοδόμηση του μέλλοντος. Η στάση των Ευρωπαίων μοιάζει πολύ με κακέκτυπο της «Συνωμοσίας των ηλιθίων» την οποία περιγράφει στο ομώνυμο μυθιστόρημά του ο Τζον Κένεντι Τουλ.

Ο κ. Ζαν-Πολ Φιτουσί είναι γάλλος οικονομολόγος, καθηγητής στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών (ΙΕΡ) του Παρισιού, πρόεδρος του Γαλλικού Παρατηρητηρίου Οικονομικών Συγκυριών και μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του Ινστιτούτου «Φρανσουά Μιτεράν».