ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙτής μετά την κρίση εποχής επιβεβαιώνουν τις αισιόδοξες προβλέψεις περί της οικονομικής ανάκαμψης:το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προβλέπει ότι η παγκόσμια οικονομία θα «τρέξει» με ρυθμό 4,2% το 2010, ενώ ακόμη και στην Ευρώπη η οικονομική μεγέθυνση θα αγγίξει το 1%. Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για μια ασταθή ανάπτυξη στα θεμέλια της οποίας βρίσκεται η «βόμβα» της ανεργίας. Σύμφωνα με την εαρινή έκθεση του ευρωπαϊκού οργανιοσμού Εurofoundation η ανεργία συνέχισε να επιδεινώνεται το πρώτο τρίμηνο του έτους ενώ ο ο Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ) μιλά για τη «θυσία μιας ολόκληρης γενιάς» αναφερόμενος στους νέους που συναντούν τα περισσότερα εμπόδια για την είσοδο στην αγορά εργασίας. Ενας στους τέσσερις Ισπανούς βρίσκεται εκτός αγοράς εργασίας, ο αριθμός των
ανέργων στη Βρετανία φτάνει το υψηλότερο ποσοστό των τελευταίων 16 ετών (2,5 εκατομμύρια) και μόνο το Βέλγιο και η Σλοβενία παρουσιάζουν θετικό ισοζύγιο στη δημιουργία θέσεων εργασίας. Η κατάσταση δεν είναι καλύτερη για την «ατμομηχανή» της ευρωπαϊκής οικονομίας:η ανεργία στη Γερμανία κινείται μεν σε χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα της υπόλοιπης ευρωζώνης ωστόσο οι άνεργοι ξεπερνούν τα 3,5 εκατομμύρια. Οσο για τις ποικίλες εκδοχές του μοντέλου της ευέλικτης εργασίας που επεκτάθηκε από τις σκανδιναβικές χώρες στην υπόλοιπη Ευρώπη, παρουσιάζουν ήδη σοβαρά μειονεκτήματα. Καθώς οι θέσεις εργασίας που χάνονται είναι περισσότερες από αυτές που δημιουργούνται καταδεικνύεται ότι μια ανάκαμψη εντάσεως κεφαλαίου δεν μπορεί να είναι βιώσιμη αν δεν συνοδεύεται από τον περιορισμό της ανεργίας.

O γνώριμος και στην Ελλάδα πλέον επικεφαλής του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος-Καν ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα με ικανοποίηση ότι οι ρυθμοί της ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας θα ξεπεράσουν τις προηγούμενες «συγκρατημένες» προβλέψεις, επεσήμανε όμως ότι η οικονομική ανθοφορία κρύβει κινδύνους για τις λεγόμενες αναπτυγμένες χώρες. Στην ξύλινη γλώσσα των οικονομολόγων οι «κίνδυνοι» αυτοί ονομάζονται «περιορισμένη ιδιωτική ζήτηση» και «χαμηλή κατανάλωση», η οποία προβλέπεται ότι θα κινηθεί τα επόμενα δύο χρόνια σε χαμηλότερα επίπεδα από την προ της κρίσης εποχή. Και πώς θα μπορούσαν άλλωστε να ήταν πιο «ανοιχτοχέρηδες» οι καταναλωτές με δεδομένη τη μείωση του διαθέσιμου προς κατανάλωση εισοδήματος; Διότι ενώ ο «μεγάλος ασθενής» της πρόσφατης κρίσης, δηλαδή ο χρηματοοικονομικός κλάδος, δείχνει να ανακάμπτει δημιουργώντας την (ελαφρώς ψευδή) αίσθηση της οικονομικής ανθοφορίας, τα νέα θύματα της βραδείας ανάκαμψης είναι οι καταναλωτές, δηλαδή οι εργαζόμενοι. Οι τελευταίοι βρίσκονται τους τελευταίους μήνες στις συμπληγάδες της ανεργίας και της υποαπασχόλησης, οι οποίες συρρικνώνουν την αγοραστική τους δύναμη υποθηκεύοντας τις προσδοκίες των οικονομικών παραγόντων, τραπεζιτών και διεθνών οργανισμών για ταχεία έξοδο από το τούνελ της ύφεσης.

Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΔΝΤ, η ανεργία θα συνεχίσει να αυξάνεται (τουλάχιστον) ως το τέλος του 2011 αγγίζοντας το 9,4% στις αναπτυγμένες οικονομίες. Προηγούμενες προβλέψεις του ΟΟΣΑ κάνουν λόγο για διψήφιο ποσοστό της ανεργίας μέσα στο τρέχον έτος, με την Ισπανία, την Ιρλανδία και την Ελλάδα να βρίσκονται στην κορυφή αυτής της πυραμίδας. Μάλιστα οι υπέρμαχοι των σκληρών δημοσιονομικών μέτρων έχουν αρχίσει ήδη να ανησυχούν για τις πιθανές επιπτώσεις της αυξανόμενης ανεργίας, η οποία «μπορεί να προκαλέσει κοινωνική έκρηξη στην Ευρώπη». Πάντως για τους ίδιους ανθρώπους ο υπ΄ αριθμόν 1 κίνδυνος για τις κυβερνήσεις παραμένει το χρέος. Ωστόσο το πώς μπορεί να συνδυαστεί η περιστολή του δημοσιονομικού χρέους και των δαπανών με τον περιορισμό της ανεργίας, η οποία απαιτεί ως γνωστόν επενδύσεις, φαίνεται ότι απασχολεί ελάχιστα τους άτεγκτους υπερασπιστές του οικονομικού ορθολογισμού. Και ας γνωρίζουν ότι η ανάκαμψη με την εκτίναξη ή έστω τη διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα είναι απλώς δύο ασυμβίβαστα φαινόμενα. Στην ουσία ο ευφημισμός της «αργής ανάκαμψης» για την οποία κάνουν λόγο οι διεθνείς οργανισμοί δεν είναι παρά η έμμεση παραδοχή αυτής της αλήθειας.

Πίσω από το «γερμανικό θαύμα»
ΗΓερμανία αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση χώρας όπου οι- αληθείς μεν – στατιστικές κρύβουν μια εξίσου υπαρκτή πραγματικότητα. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι αλλά και πολλοί οικονομικοί αναλυτές της μεγαλύτερης οικονομίας της ευρωπαϊκής ηπείρου διαπιστώνουν με έκδηλη ικανοποίηση ότι η χώρα τους εξακολουθεί να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση ως προς την απασχόληση. Πράγματι, η ανεργία βρίσκεται σε πτωτική πορεία και αγγίζει «μόλις» το 8,5%, τη στιγμή που οι περισσότεροι εταίροι της Γερμανίας βρίσκονται αντιμέτωποι με πολύ πιο ανησυχητικά ποσοστά, τα οποία πλησιάζουν ακόμη και το 20% στην περίπτωση της Ισπανίας. Και επειδή θαύματα, στην οικονομία τουλάχιστον, δεν υπάρχουν (πολύ περισσότερο όταν πίσω από το φαινομενικά ισχνό ποσοστό ανεργίας της Γερμανίας κρύβονται 3,5 εκατομμύρια πολιτών που ζουν αποκλεισμένοι από την αγορά εργασίας), αξίζει να αναζητήσει κανείς τις συνθήκες οι οποίες επέτρεψαν στο Βερολίνο να συγκρατήσει την ανεργία σε αυτά τα επίπεδα.

Το μυστικό της (επισήμως) χαμηλής ανεργίας στη χώρα ονομάζεται «μειωμένη εργασία» (kurzarbeit). Πρόκειται δηλαδή για προγράμματα υποαπασχόλησης τα οποία εφαρμόζει το ομοσπονδιακό κράτος προκειμένου να μειώσει το εργατικό κόστος για τον εργοδότη. Υπολογίζεται ότι την περασμένη χρονιά σχεδόν ενάμιση εκατομμύριο απασχολούμενοι παρέμειναν στις θέσεις τους επωφελούμενοι από αυτά τα προγράμματα, ενώ ακόμη και σήμερα περίπου 800.000 άτομα «εργάζονται», χωρίς όμως οι εργοδότες τους να «επιβαρύνονται» με το κόστος της κοινωνικής ασφάλισης το οποίο αναλαμβάνει το κράτος, δηλαδή οι ίδιοι οι φορολογούμενοι. Το μέτρο αυτό φαίνεται να αποδίδει και γι΄ αυτό η κυβέρνηση της Ανγκελα Μέρκελ αποφάσισε να παρατείνει την περίοδο «προστασίας του εργαζομένου» που επιδοτείται, από έξι σε δεκαοκτώ μήνες.

Πείραμα με τους εργαζομένους
Ωστόσοακόμη και γερμανοί αναλυτές αναγνωρίζουν τα μειονεκτήματα αυτού του πειράματος. Δεν είναι μόνο οι εξαιρετικά χαμηλές αποδοχές που λαμβάνει ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια που μετατρέπεται σε «ημιδημόσιο υπάλληλο». Το ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι τέτοιου είδους μοντέλα μπορεί να αποκρύπτουν επιμελώς την πραγματικότητα, είναι όμως από τη φύση τους «θνησιγενή».

«Το kurzarbeit δεν θα έχει καμία αξία σε λίγο καιρό» εκτιμά ο αναλυτής του ινστιτούτου οικονομικών μελετών RWΙ της Εσσης Ρόλαντ Ντερν. Οπως σημειώνει ο ίδιος, τους προσεχείς μήνες τα πράγματα θα αλλάξουν. Οσες από τις γερμανικές επιχειρήσεις καταφέρουν να ανακάμψουν, δεν θα έχουν πλέον ανάγκη το κρατικό δεκανίκι και έτσι θα κρατήσουν μόνο όσους εργαζομένους κρίνουν ότι χρειάζονται. Αλλες εταιρείες που θα βρεθούν σε ακόμη χειρότερη κατάσταση από τη σημερινή θα «θυσιάσουν» ακόμη και αυτό το φθηνό και ευέλικτο εργατικό δυναμικό και θα συρρικνωθούν προκειμένου να επιβιώσουν.

Επιπλέον τα προγράμματα αυτά αποδεικνύονται δυσβάσταχτα ακόμη και για τα εύρωστα γερμανικά ταμεία. Την περασμένη μόνο χρονιά δαπανήθηκαν περισσότερα από 5 δισ. ευρώ προκειμένου να διατηρηθούν αυτές οι θέσεις εργασίας και να συγκρατηθεί η ανεργία σε δύο με τρεις ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα. Αν λοιπόν σταματούσε αυτή η ιδιότυπη μορφή «απασχόλησης», τότε η γερμανική ανάπτυξη θα έμοιαζε λιγότερο «θαυμαστή».

Αλλωστε μια πιο προσεκτική ματιά στα στατιστικά στοιχεία της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Απασχόλησης δείχνει ότι μόνο το 57% των θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν το πρώτο τρίμηνο στη χώρα αντιστοιχεί σε «κανονικές μορφές» εργασίας, καθώς σχεδόν το ένα τρίτο όσων προσελήφθησαν είτε απασχολούνται λίγες ημέρες την εβδομάδα είτε λαμβάνουν από το κράτος μια επιδότηση αντί του κανονικού μισθού. Συνεπώς, ακόμη και αν επαληθευθούν οι προβλέψεις για την ταχύτερη του αναμενομένου οικονομική άνθηση, η νέου τύπου οικονομική ανάπτυξη θα είναι κάτι περισσότερο από υποτονική.

Εναν χρόνο πριν οι οικονομολόγοι «έσπαγαν το κεφάλι τους» προκειμένου να προβλέψουν εγκαίρως αν η ανάκαμψη θα έχει σχήμα W, V ή L. Ανεξάρτητα όμως από τα οικονομικά μοντέλα, το στοιχείο στο οποίο συγκλίνουν πλέον οι περισσότεροι «οιωνοσκόποι» της παγκόσμιας οικονομίας είναι ότι για να γυρίσει ο τροχός της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης θα πρέπει να θυσιαστούν μερικά εκατομμύρια εργαζόμενοι.