O κίνδυνος για τη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών απομακρύνθηκε, αφού το σενάριο περί αναδιάρθρωσης του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου που θα απαξίωνε το χαρτοφυλάκιο ομολόγων τους πλέον δεν είναι ορατό μετά το πακέτο στήριξης των 120 δισ. ευρώ από την ΕΕ και το ΔΝΤ. Αντιθέτως, τα ερωτηματικά για την κερδοφορία τους και το τρέχον έτος παραμένουν, αφού αναμένεται πίεση στο καθαρό επιτοκιακό κέρδος αλλά και αύξηση των επισφαλειών.

Η απρόσκοπτη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (έχουν αντλήσει πάνω από 40 δισ. ευρώ με ενέχυρο ομόλογα του Δημοσίου και επιτόκια ως 1,20%), το συμπληρωματικό πακέτο στήριξης που θα λάβουν από το Ελληνικό Δημόσιο (12 δισ. ευρώ από εγγυήσεις και 3 δισ. από ειδικά ομόλογα) και η επιβράδυνση του ρυθμού μείωσης των καταθέσεων (μόλις-0,9% τον Μάρτιο) δημιουργεί ένα δίχτυ ασφαλείας για το σύστημα, εξ ου και η εντυπωσιακή άνοδος των μετοχών του τραπεζικού δείκτη στη συνεδρίαση της Πέμπτης(+13%). Μάλιστα η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι οι καταθέσεις στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα αυξήθηκαν σε 368 δισ. ευρώ τον Μάρτιο από 362 δισ. ευρώ τον Φεβρουάριο αλλά ενσωματώνει στα ποσά αυτά και τις θυγατρικές στην Ανατολική Ευρώπη.

Και ενώ θέμα κεφαλαιακής επάρκειας πλέον δεν τίθεται στο τραπέζι, οι προβλέψεις για την κερδοφορία του 2010 δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές. Εκτιμάται ότι η προσαρμοσμένη κερδοφορία του κλάδου (χωρίς την έκτακτη εισφορά και τις απομειώσεις επενδύσεων) θα υποχωρήσει σε ποσοστό 15%-20% σε σχέση με το 2009. Και αυτό γιατί αναμένεται μικρή πίεση στο καθαρό επιτοκιακό κέρδος, που θα διαμορφωθεί στο 2,9%, και συγχρόνως αύξηση στα επισφαλή δάνεια κατά 2 μονάδες, στο 8%. Παράλληλα θα είναι πολύ δύσκολο να υπάρξουν ανάλογα επαναλαμβανόμενα κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις όπως το περασμένο έτος. Είναι ενδεικτικό ότι το 2009 τα συνολικά έσοδα των τραπεζών ήταν 16 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το 1,5 δισ. ευρώ ήταν έσοδα από το trading. Στα καθαρά όμως κέρδη του κλάδου, που ανήλθαν σε 3,2 δισ. ευρώ, σχεδόν τα μισά προήλθαν από την επενδυτική δραστηριότητα.

Η πορεία των τραπεζών επηρεάζει άμεσα το Χρηματιστήριο, αφού οι τράπεζες διαμορφώνουν τον γενικό δείκτη σε ποσοστό 32% και αντιπροσωπεύουν το 29% της συνολικής κεφαλαιοποίησης, χώρια το γεγονός ότι σε αρκετές συνεδριάσεις «ευθύνονται» και για τα 2/3 των συναλλαγών. Από τον περασμένο Νοέμβριο, όταν έγινε ευρέως γνωστό το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ελλάδας, ο τραπεζικός δείκτης κατέγραψε απώλειες 49% και μετοχές όπως η Εθνική, η Εurobank, η Αlpha και η Πειραιώς απώλεσαν αντίστοιχα το 55%, το 47%, το 51% και το 54% της αξίας τους. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι ο κλάδος έχει περάσει σε υπερπουλημένη ζώνη αλλά δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξοι σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, γι΄ αυτό και συνεχώς «κόβουν» τις τιμές-στόχους.

Σχετικά με την αναγκαιότητα για συγχωνεύσεις στον κλάδο λόγω της δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας (σχετική αναφορά έκανε και πρόεδρος της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γ. Προβόπουλος στην τελευταία έκθεση) αναλυτές εκτιμούν ότι μάλλον δεν θα δούμε τέτοιες κινήσεις, αφενός μεν γιατί η σχέση δάνεια προς καταθέσεις του συστήματος βρίσκεται κατά μέσον όρο στο 110%, που θεωρείται ικανοποιητικό, και αφετέρου γιατί τέτοιες συνενώσεις θα έφερναν κύμα πωλήσεων και θα προκαλούσαν κοινωνική αναταραχή. Αλλωστε, όπως επισημαίνουν χαρακτηριστικά, αν χρεοκοπήσει το κράτος, δεν έχει σημασία αν έχεις 10 αυτόνομες τράπεζες ή δύο μεγάλους ομίλους.