Εργάστηκε σε εργοστάσιο στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου. Μεγάλωσε σε ένα χωριό της Τρανσυλβανίας και πήγε στην πόλη για πρώτη φορά στα 15 της. Δίγλωσση (ρουμανικά και γερμανικά), εγκαταστάθηκε στη Γερμανία όταν ήταν 30 ετών για να εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες συγγραφείς του γερμανόφωνου χώρου. Γράφει για τις δύο μεγάλες εμπειρίες της: τη ζωή στο χωριό και τη δικτατορία. Η συνέντευξη που ακολουθεί είναι η πρώτη που δίνει σε ελληνικό μέσο ενημέρωσης.

– Μεγαλώσατε σε μια δικτατορία, στη Ρουμανία του Νικολάε Τσαουσέσκου.Ανήκατε και εσείς στα θύματά της.Σε τι βαθμό επηρέασε αυτό το γράψιμό σας;

«Δύσκολο να πω, επειδή δεν ξέρω πώς θα έγραφα αν δεν είχα ζήσει στη δικτατορία. Κάθε συγγραφέας ασχολείται πάντως με τις εμπειρίες που έχει ζήσει άμεσα. Εγώ έτυχε να ζήσω σε μια δικτατορία. Δεν την επέλεξα η ίδια. Το θέμα είναι εκείνο που κανονίζει τελικά τον τρόπο γραφής».

– Ολοι λένε ότι για σας η γλώσσα ήταν μέσο αντίστασης.

«“Αντίσταση” είναι κάπως ασαφής λέξη. Η γλώσσα ήταν ένα μέσο που με στήριζε προσωπικά. Το γράψιμο με βοηθούσε να καθορίζω τη στάση μου προς τα έξω. Πιστεύω πάντως ότι, αν είχα μια διαφορετική πολιτική στάση, θα έγραφα εντελώς διαφορετικά κείμενα. Πιστεύω ότι όλα αυτά συναρτώνται».

– Η δικτατορία ήταν και παραμένει το κυρίαρχο θέμα στα έργα σας…

«Η δικτατορία και το χωριό, από το οποίο κατάγομαι. Αυτά πάνε μαζί». – Γράφετε μόνο στα γερμανικά; «Ναι. Ρουμανικά έμαθα μετά τα 15 μου, όταν πήγα στην πόλη. Ως τότε ζούσα στο χωριό. Και το χωριό ήταν ξεκομμένο από τον άλλον κόσμο. Το ίδιο συνέβαινε και με τα άλλα χωριά στη Ρουμανία. Το ένα ήταν κοντά στο άλλο, εδώ ένα ουγγρικό, εκεί ένα σλοβακικό, ύστερα ένα ρουμανικό και κάπου πιο πέρα το γερμανικό, το δικό μας. Τα χωριά δεν είχαν ανάμεικτο πληθυσμό, σπάνια να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Σε μας Ρουμάνοι ήταν μόνο ο γιατρός και ο αστυφύλακας. Και οι κάτοικοί του μιλούσαν μόνο γερμανικά, μια διάλεκτό της. Το σχολείο ήταν επίσης γερμανικό. Στο σχολείο έμαθα αργότερα ρουμανικά ως ξένη γλώσσα. Και ο δάσκαλος όμως ήταν ένας από το χωριό. Γι΄ αυτό και δεν μιλούσε και αυτός καλά ρουμανικά».

– Προφορικά,όμως,από ό,τι ακούω, τα πάτε πρίμα…

«Οταν μετά πήγα στην πόλη για το γυμνάσιο, έμαθα ρουμανικά στην καθημερινή ζωή, στον δρόμο. Ηθελα να τα μάθω γρήγορα για πολύ πεζούς λόγους. Οταν έρχεσαι ως πιτσιρίκι από ένα χωριό στην πόλη αισθάνεσαι ανασφάλεια. Και όταν δεν ξέρεις και τη γλώσσα, η ανασφάλεια είναι ακόμη μεγαλύτερη».

– Θέλατε δεν θέλατε, δηλαδή, μιλούσατε σχεδόν αποκλειστικά ρουμανικά.

«Ετσι είναι. Γερμανικά μιλούσαμε μόνο στο χωριό ή με γερμανούς φίλους στην πόλη. Στο εργοστάσιο όπου δούλευα μιλούσαμε μόνο ρουμανικά. Το ίδιο και σε κάθε υπηρεσία, σε κάθε θεσμό, σε κάθε κατάστημα ή στη γειτονιά και στους δρόμους». – Αργότερα μετακομίσατε στη Γερμανία.Πώς αισθανθήκατε εκεί τον πρώτο καιρό,ως Γερμανίδα ή ως ξένη που μιλάει γερμανικά;

«Οχι ως Γερμανίδα. Οταν έφθασα εκεί ήμουν ήδη 30 ετών αλλά δεν γνώριζα τα πιο στοιχειώδη πράγματα, ήμουν σε εντελώς διαφορετική κοινωνία. Δεν ήξερα, π.χ., να χρησιμοποιήσω μια χρεωστική κάρτα στα αυτόματα. Πολύ απλά πράγματα μου ήταν ξένα. Μιλούσα μεν γερμανικά αλλά συχνά δεν καταλάβαινα τις καταστάσεις επειδή η γλώσσα είναι ένα πράγμα και οι καταστάσεις άλλο. Σχεδόν δεν ήμουν Ρουμάνα όταν έφυγα από τη Ρουμανία. Γενικά στη Ρουμανία ήμουν Γερμανίδα και στη Γερμανία Ρουμάνα, παρ΄ όλο που μιλούσα γερμανικά».

– Αντιμετωπίσατε διακρίσεις στη Γερμανία;

«Οχι ιδιαίτερα. Μόνο που τα γερμανικά μου ηχούσαν διαφορετικά, όποιος με άκουγε έπιανε την ξένη προφορά. Οπως είπε κάποιος, ο εμιγκρές χάνει τα πάντα εκτός από την προφορά του. Στην αρχή με ρωτούσαν συχνά από πού έρχομαι. Και φυσικά ο καθένας άκουγε την προφορά μου. Στο τέλος έλεγαν συνήθως όλοι: “Μιλάτε όμως αρκετά καλά γερμανικά”. Αυτό με ενοχλούσε πού και πού».

– Αυτό μου θυμίζει τους Ελληνες της Διασποράς οι οποίοι αισθάνονται ως οι γνήσιοι,αρχετυπικοί Ελληνες.Είχατε και εσείς παρόμοια συναισθήματα ως Γερμανίδα στη Ρουμανία; «Είναι αλήθεια ότι οι εμιγκρέδες είναι εθνικά πιο ευαίσθητοι από εκείνους που ζουν στο μητροπολιτικό κέντρο. Είναι πιο εθνοκεντρικοί επειδή δεν θέλουν να αφομοιωθούν από τη νέα τους πατρίδα. Αλλά εγώ δεν είμαι πραγματικά Ρουμάνα. Στη Ρουμανία είχα μεγάλα προβλήματα λόγω των βιβλίων μου ακόμη και με τη γερμανική μειονότητα. Δεν ανήκα λοιπόν ούτε και σε αυτούς. Με είχαν αποκηρύξει. Από αυτή την άποψη, το να ανήκω κάπου ήταν ανύπαρκτο θέμα για μένα. Οταν ανήκεις σε μια μειονότητα, είσαι αποκλει σμένος από την πλειοψηφική κοινωνία της Ρουμανίας. Και όταν έρχεσαι κατόπιν στη Γερμανία, ο αποκλεισμός επαναλαμβάνεται. Ετσι είναι δυστυχώς. Τη γλώσσα τυχαίνει να την έχεις. Τα γερμανικά της λογοτεχνίας είναι μια σχεδόν άλλη γλώσσα από τη διάλεκτο που μιλούσα εγώ. Ετσι υπήρχε πάντα κάτι που δεν μου ανήκε ποτέ. Ηταν σαν να μου το είχαν νοικιάσει. Επρεπε πάντα να το οικειοποιηθώ, δεν το είχα ποτέ εκ των προτέρων στο χέρι. Αυτό ήταν μόνιμη κατάσταση».

– Τα βρήκατε εύκολα με τους γερμανούς συγγραφείς;

«Δεν είχα πρόβλημα. Αλλο όμως να είσαι σε στενό κύκλο, ανάμεσα σε φίλους και συναδέλφους, και άλλο να βρίσκεσαι ανώνυμος στον δρόμο. Μπορεί το ανώνυμο στον δρόμο να είναι ενδεικτικό για την κατάσταση στην κοινωνία. Αλλά εγώ δεν ήμουν ανώνυμη. Τα βιβλία μου στη Γερμανία δημοσιεύονταν ήδη την εποχή που ζούσα στη Ρουμανία. Είχα πάρει μάλιστα και βραβεία. Από αυτή την άποψη δεν ανήκα στον μέσο όρο των εμιγκρέδων, ήμουν πιο προνομιούχα από αυτούς». – Και πώς τα πήγατε με το υπόλοιπο επαγγελματικό σινάφι,τους εκδότες και τους κριτικούς;

«Ούτε και με αυτούς ένιωσα διακρίσεις. Υπήρξαν βέβαια και κριτικοί που με ρωτούσαν επίμονα πότε επιτέλους θα γράψω κάτι για τη Γερμανία. Αυτό με πρόσβαλλε κάπως. Ηταν σαν να μου έλεγαν ότι, επειδή ζω τώρα σε αυτή τη χώρα, της χρωστάω και ένα βιβλίο. Επικριτικοί ήταν και με τη δήθεν εμμονή μου στο παρελθόν. Εκείνο που τους σάστιζε όμως στην πραγματικότητα δεν ήταν ο άλλος χρόνος αλλά η άλλη χώρα, η άλλη προβληματική: η προβληματική της δικτατορίας που δεν ήθελαν να αγγίξουν, παρ΄ όλο που αφορούσε και τη Γερμανία. Η Ανατολική Γερμανία ήταν ως το 1989 κομμουνιστική δικτατορία. Με την ένωση της Γερμανίας το κομμουνιστικό παρελθόν της έγινε έτσι πρόβλημα όλης της χώρας».

– Τα έργα σας αναφέρονται όμως σε συγκεκριμένους τόπους και χώρους… «Αυτό δεν είναι το ουσιώδες. Δεν γράφω για τη Ρουμανία. Γράφω για καταστάσεις στη δικτατορία, για τις επιπτώσεις που έχουν οι μηχανισμοί παρακολούθησης στους μεμονωμένους ανθρώπους. Και αυτό είναι δυστυχώς το ίδιο σε κάθε δικτατορία, είτε αυτή είναι κομμουνιστική είτε δεξιά, είτε στρατιωτική είτε θεοκρατική, όπως στο Ιράν».

– Στο επίκεντρο των περιγραφών σας δεν είναι λοιπόν τα ιστορικά αλλά τα δομικά,διαχρονικά χαρακτηριστικά της δικτατορίας…

«Φυσικά. Αυτό ισχύει και για τις δικτατορίες νέου τύπου που θεωρούνται εξωτικές ή γραφικές. Η Βόρεια Κορέα, π.χ., κράτος από άλλον κόσμο, αποσυρμένο από την ιστορία. Η χώρα είναι μία και μοναδική φυλακή». – Το χωριό είναι,όπως είπατε προηγουμένως,ένα από τα κύρια μοτίβα σας.Το δεύτερο,όμως,η δικτατορία, είναι πιο έντονα παρόν στα έργα σας. Ποιο από αυτά τα έργα είναι το πιο σημαντικό; Το «Ο άγγελος της πείνας» (γερμανικός τίτλος «Αtemschaukel») ίσως που θα εκδοθεί προσεχώς στα ελληνικά;

«Δεν ξέρω. Αυτό θα πρέπει να το κρίνουν άλλοι. Το τελευταίο έργο μου είναι όμως πάντα και το πιο κοντινό μου. Αυτό είναι τώρα το “Αtemschaukel”. Είναι το βιβλίο μιας φιλίας: της φιλίας με τον Οσκαρ Πάστιορ, που δυστυχώς πέθανε προτού το γράψουμε, όπως σχεδιάζαμε, μαζί. Το θέμα του είναι η ζωή του ίδιου του Πάστιορ σε σοβιετικά στρατόπεδα συγκέντρωσης τη δεκαετία του ΄50».

– Να σας ρωτήσω κάτι άλλο: Αλλαξε κάτι στο γράψιμό σας μετά την απονομή του βραβείου Νομπέλ; Ανέβηκε ή έπεσε η «πείνα» σας για λέξεις,όπως χαρακτηρίσατε κάποτε τη σχέση σας με τη γλώσσα;

«Να σας πω την αλήθεια, δεν με απασχολεί καθόλου. Κάποιοι άλλοι ασχολούνται περισσότερο με αυτό από ό,τι εγώ η ίδια. Συγγραφικά δεν άλλαξε τίποτε. Εξάλλου, σε τι θα μπορούσε να έχει αλλάξει; Οταν κάθεται κανείς μπροστά σε ένα κομμάτι χαρτί έχει πάντα το ίδιο πρόβλημα. Καμία διαφορά με παλαιότερα».

– Εχετε κάποια σχέση με τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία;

«Τίποτε το ιδιαίτερο. Ηξερα μόνο πολλούς έλληνες φοιτητές. Την εποχή του Τσαουσέσκου φοιτούσαν πολλοί Ελληνες στη Ρουμανία. Αυτοί ήταν προνομιούχοι σε σύγκριση με μας, τους κανονικούς Ρουμάνους, επειδή ήταν ξένοι και είχαν πολλά λεφτά. Ορισμένοι κατοικούσαν σε ξενοδοχεία, τα βράδια του Σαββάτου γλεντούσαν σε ντισκοτέκ του Βελιγραδίου. Με κανέναν από αυτούς όμως δεν είχα στενή προσωπική επαφή».

– Τι περιμένετε από την έκδοση των βιβλίων σας στην Ελλάδα;

«Ελπίζω να βρουν αναγνώστες έτσι ώστε το θέμα της δικτατορίας να ξαναμπεί στην ημερήσια διάταξη. Υπάρχουν ακόμη πολλά δικτατορικά καθεστώτα, στην Κίνα, στην Κούβα, στη Βόρεια Κορέα, στο Ιράν και στην Αφρική. Τα θύματά τους δεν θα πρέπει να ξεχαστούν».

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΡΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΘΙΚΗ ΤΟΥ

« Γιατί να μην κρίνεται για την ηθική του ένας συγγραφέας όπως και κάθε άλλος άνθρωπος;» αναρωτιέται η αντισυμβατική συγγραφέας Χέρτα Μύλερ

– Στα έργα σας δεν υπάρχει ίχνος ηθικολογίας.Από την άλλη,δεν τους λείπει η ηθική.Είναι η ηθική των ηρώων σας ή η προσωπική σας ηθική;

«Φυσικά η δική μου.Ποιος θα μπορούσε εξάλλου να πει πως δεν έχει δική του ηθική; Αυτό θα ήταν φρικτό! Στη Ρουμανία πέρασα πολλά χρόνια της ζωής μου ζυγίζοντας επακριβώς το τι θα κάνω και το τι δεν θα κάνω στην προσπάθειά μου να αποφύγω τις παγίδες του καθεστώτος.Εξάλλου,γιατί να μην κρίνεται για την ηθική του ένας συγγραφέας όπως και κάθε άλλος άνθρωπος; Εμείς οι συγγραφείς δεν είμαστε εξωγήινοι».

– Από ό,τι διάβασα,έχετε το καθολικό θρήσκευμα.Παίζει η θρησκευτική πίστη κάποιον ρόλο στο γράψιμό σας;

«Κανένα.Οι γονείς μου δεν ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενοι.Πήγαιναν στην εκκλησία για κοινωνικούς λόγους.Εγώ πήγαινα εκεί ως παιδί επειδή πήγαιναν και τα άλλα παιδιά.Εβαζα το νέο μου φόρεμα και στηνόμουν εκεί από το πρωί.Ετσι γλίτωνα και την αγγαρεία του βοηθού μάγειρα στο σπίτι».

Το μυθιστόρημα της Χέρτα Μύλερ «Ο άγγελος της πείνας», σε μετάφραση Γιώτας Λαγουδάκου, θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά στις 10 Μαΐου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Είναι το τελευταίο βιβλίο τής συγγραφέως, αφού κυκλοφόρησε στη Γερμανία το φθινόπωρο του 2009, λίγο προτού της απονεμηθεί το βραβείο Νομπέλ.