«Η έρευνα έχει πια δημιουργήσει εδώ και 150 χρόνιατη δική της παράδοση και κοντεύει να μας πείσει, αν δεν μας έπεισε ήδη, ότι η ταυτότητα των Μακεδόνων είναι η ουσία του μακεδονικού προβλήματος. Κι όμωςστην πραγματικότητα δεν είναι αυτό το Μακεδονικό Ζήτημα. Για να είμαστε ειλικρινείς, υπάρχουν πολλά μακεδονικά ζητήματα:ζητήματα διεθνή, ζητήματα πολιτικά,οικονομικά,κοινωνικά και διοικητικά που επηρεάζουν τις ταυτότητες των πληθυσμών. Ζητήματαόμωςπου δεν διαμορφώνονται εξαιτίας των ταυτοτήτων ούτε και πρόκειται να λυθούν μέσω της χειραγώγησης των ταυτοτήτων» (σελ.
24). Η παραπάνω παράγραφος από το βιβλίο του Βασίλη Γούναρη συμπυκνώνει με εξαιρετικά εύστοχο τρόπο την πολυπλοκότητα ενός προβλήματος που ταλαιπώρησε την ευρωπαϊκή και βαλκανική πολιτική, ακαδημαϊκή και δημοσιογραφική σκηνή εδώ και ενάμιση αιώνα.
Το βιβλίο παρακολουθεί την εξέλιξη του Μακεδονικού Ζητήματος τα τελευταία 150 χρόνια. Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου ο Γούναρης μας υπενθυμίζει ότι στην αρχική του φάση το Μακεδονικό είναι οργανικά δεμένο με το Ανατολικό Ζήτημα. Πως, δηλαδή, το Μακεδονικό Ζήτημα στην παραδοσιακή ιστοριογραφία υποδήλωνε τις διπλωματικές εξελίξεις και τις πολεμικές συγκρούσεις των βαλκανικών κρατών και των Μεγάλων Δυνάμεων των ετών 1878-1913 γύρω από τη διαδοχή της κυριαρχίας στα ευρωπαϊκά εδάφη που εγκατέλειπε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. «Σε γενικές γραμμές οι κτήσεις αυτές δεν ήταν άλλες από τα μακεδονικά εδάφη» (σελ.
12). Πυρήνας λοιπόν του ζητήματος είναι ο έλεγχος του μακεδονικού χώρου, ενός χώρου όμως ανεπαρκώς οριοθετημένου.
Στο δεύτερο κεφάλαιο ο συγγραφέας μάς ξεναγεί στους βιβλιογραφικούς δαιδάλους του Μακεδονικού Ζητήματος, που ξεκίνησαν αρχικά με τη συστηματική δημοσίευση εθνολογικών χαρτών και στατιστικών που «αποδείκνυαν» την πληθυσμιακή παρουσία Βουλγάρων, Σέρβων και Ελλήνων στη διεκδικούμενη περιοχή. Κάθε βαλκανικό κράτος κατασκεύαζε ή επιχειρούσε να αξιοποιήσει οποιοδήποτε στοιχείο εκτιμούσε πως ενίσχυε τη θέση του στη Μακεδονία. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και στα χρόνια του Μεσοπολέμου το Μακεδονικό Ζήτημα υπήρξε μέρος της αναθεωρητικής πολιτικής και κατ΄ επέκταση της βιβλιογραφίας των ηττημένων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ετσι η βιβλιογραφία του Μα κεδονικού σε αυτή την περίοδο έδωσε έμφαση στην αφήγηση των πολέμων του κάθε βαλκανικού έθνους και είχε χαρακτήρα έντονα πατριωτικό. Τελικά «το Μακεδονικό δεν ήταν θέμα επιστημονικής ενασχόλησης αλλά πατριωτικής» (σελ. 66). Από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως τη δεκαετία του ΄60 το Μακεδονικό βρέθηκε για άλλη μία φορά στη δίνη των διεθνών εξελίξεων. Οπως περιγράφει ο Γούναρης, η Ελλάδα βρέθηκε παγιδευμένη σε ένα διπλό ιδεολογικό μέτωπο: από τη μία, αυτό του βουλγαρομακεδονικού εθνικισμού που «ολοκλήρωσε στην Κατοχή τον τρίτο γύρο των συγκρούσεών του με τους Ελληνες και τους Σέρβους» (σελ. 66) και από την άλλη του σλαβομακεδονικού εθνικισμού, «προϊόν της παλαιάς φεντεραλιστικής σοσιαλίζουσας πτέρυγας της ΕΜΕΟ αλλά και των σερβικών εθνολογικών θεωριών» (σελ. 66). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο ελληνικός ακαδημαϊκός κόσμος αντιμετώπισε το ζήτημα με αμυντικό τρόπο υπό το πρίσμα του εθνικού καθήκοντος. Ο αντικομμουνισμός συνέπτυξε ένα ισχυρό μέτωπο με τον εθνικισμό. Η βιβλιογραφία κατακλύστηκε από τίτλους που συνδύαζαν τον αγώνα ενάντια στο ΚΚΕ με αυτόν της προάσπισης της Μακεδονίας.
Μετά το 1960 η παραπάνω τάση έδειξε να ανακόπτεται. Σε Ελλάδα και Βουλγαρία η ιστοριογραφία του Μακεδονικού Ζητήματος περνούσε όλο και περισσότερο στα χέρια επαγγελματιών ιστορικών. Αντίθετα, στα Σκόπια, με την ιδιαίτερη συμβολή των νεαρών πολιτικών προσφύγων του ελληνικού εμφυλίου, η βιβλιογραφία απέκτησε έναν εντονότερο εθνικιστικό και προπαγανδιστικό χαρακτήρα.
Στο τρίτο κεφάλαιο το βιβλίο παρουσιάζει τις βιβλιογραφικές τάσεις μετά το 1990. Οι λόγοι που το ζήτημα επανήλθε στην επιστημονική συζήτηση σχετίζονται για άλλη μία φορά με τις διεθνείς πολιτικές εξελίξεις. Επιπλέον σε όλες τις βαλκανικές χώρες αναδεικνύονται νέες τάσεις και εσωτερικές συγκρούσεις.
Η μεγάλη πολιτική σημασία του θέματος και η εθνικιστική ζέση της δεκαετίας του ΄90 έκαναν τα βιβλία με αντικείμενο το Μακεδονικό να γίνουν ευπώλητα, γεγονός που λειτούργησε προωθητικά για τη βιβλιοπαραγωγή: «Ολοι αισθάνθηκαν την ανάγκη να γράψουν κάτι περί Μακεδονίας.Ακόμη και το μειονοτικό κόμμα των Σλαβομακεδόνων,το Ουράνιο Τόξο,δημιούργησε κι αυτό τη δική του παραγωγή» (σελ. 116). Στη «συζήτηση» εισήλθαν πέραν της Ιστορίας και άλλες επιστήμες.
Καθοριστική για την ιστοριογραφική αντιπαράθεση υπήρξε αναμφίβολα η εμπλοκή των επιστημόνων της κοινωνικής ανθρωπολογίας. Οι τελευταίοι, μαζί με αρκετούς άλλους ιδεολογικά στρατευμένους ερευνητές, αν και συνέβαλαν στη διεύρυνση των εννοιολογικών και ερευνητικών μας οριζόντων, από την άλλη, συνέβαλαν στην κατασκευή νέων μύθων. Κάποιοι στρατευμένοι «χωρίς καμία διάθεση ερμηνείαςπέτυχαν απλώς να παγιδεύσουν και να πολώσουν τους φιλίστορες πολίτες στο σχήμα “κακό κράτος vs καλών Σλαβομακεδόνων”, αντίστοιχο των παρεμφερών “δωσιλογισμός vs αντίστασης”, “κράτος vs δημοκρατικών πολιτών” κ.ο.κ.».
ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ
Απομακρυσμένος από εθνικιστικές και άλλες ιδεολογικές εμμονές αλλά και από την αφελή αντιμετώπιση του θέματος των μειονοτήτων και των συλλογικών ταυτοτήτων,ο Γούναρης πετυχαίνει να αναλύσει με θαυμάσιο τρόπο τη σύνθετη σχέση ανάμεσα στην ιστοριογραφική και γενικότερα εκδοτική παραγωγή και στις πολιτικές διεργασίες.
Αναζητώντας μια νέα ερμηνευτική οδό της εξέλιξης του Μακεδονικού Ζητήματος εντοπίζει την πηγή του προβλήματος μακριά από το παιχνίδι της σύγκρουσης των ταυτοτήτων καθώς για αυτόν η συνεχής διαπραγμάτευση των ταυτοτήτων των Μακεδόνων είναι είτε επιφαινόμενο είτε άλλοθι της ουσίας του Μακεδονικού Ζητήματος: «Διπλωμάτες και πολιτικοί, κόμματα και παράγοντες,οργανισμοί,συνασπισμοί, μέτωπα και συμμαχίες, μεγάλες και μικρές Δυνάμεις, στην προσπάθεια να ελέγξουν ευκολότερα και αποτελεσματικότερα τον πληθυσμό της Μακεδονίας προκειμένου να συγκαλύψουν τη δική τους αδυναμία να εξασφαλίσουν την πρόοδο,την ειρήνη και την ευημερία “μιας πλούσιας περιοχής με φτωχούς ανθρώπους”, προσπάθησαν και προσπαθούν ακόμη να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι το πρόβλημα στη Μακεδονία ήταν η περιγραφή, η οριοθέτηση και η αιτιολόγηση της διαφορετικότητας. Είναι ένα βολικό άλλοθι που δημιουργεί προβλήματα αλλά διανοίγει προοπτικές ποικίλων χειρισμών στο εσωτερικό της Ελλάδας,της πΓΔΜ και της Βουλγαρίας όσο η ετερότητα είναι ύποπτη και εκμεταλλεύσιμη».
Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.