Σημαντικό περιορισμό του εμπορικού ελλείμματός τους πέτυχαν το 2009 οι χώρες της ευρωζώνης, εξαιρουμένων των τριών πλεονασματικών οικονομιών της Γερμανίας, της Ιρλανδίας και της Ολλανδίας, εξέλιξη η οποία αποδίδεται στη σημαντική συρρίκνωση της κατανάλωσης που περιόρισε τις εισαγωγές και στην υποχώρηση των τιμών του πετρελαίου. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα, οι συγκεκριμένες χώρες εμφάνισαν έλλειμμα 189,3 δισ. ευρώ το 2009 έναντι ελλείμματος 299,1 δισ. ευρώ το 2008. Συνολικά η ευρωζώνη είχε πέρυσι πλεόνασμα στο εμπορικό της ισοζύγιο ύψους 21,8 δισ. ευρώ έναντι ελλείμματος 54,5 δισ. ευρώ την αμέσως προηγούμενη χρονιά.

Οπως τονίζει σε ανάλυσή της η Αlpha Βank, είναι εμφανές ότι το 2009 μειώθηκαν τόσο τα πλεονάσματα των πλεονασματικών χωρών, και ιδιαίτερα της Γερμανίας, κατά 33,5 δισ. ευρώ, όσο και τα ελλείμματα των ελλειμματικών χωρών, κατά 109,8 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τους αναλυτές της, ένα μέρος από τα μειωμένα πλεονάσματα των πλεονασματικών χωρών της ευρωζώνης οφείλεται στα μειωμένα ελλείμματα των ελλειμματικών χωρών. Σε κάθε περίπτωση, οι καθαρές εξαγωγές αγαθών είχαν σημαντική πτωτική επίπτωση στην αύξηση του ΑΕΠ των πλεονασματικών χωρών και σημαντική θετική επίδραση στην αύξηση του ΑΕΠ των ελλειμματικών χωρών. Αυτός είναι ο λόγος, για παράδειγμα, που η πτώση του ΑΕΠ της Ισπανίας το 2009 ήταν χαμηλότερη από την πτώση του ΑΕΠ της Γερμανίας.

Η Αlpha Βank στην ίδια ανάλυση σημειώνει ότι στον βαθμό που τα ελλείμματα των ελλειμματικών χωρών της ευρωζώνης θα συνεχίσουν να μειώνονται, το ίδιο θα συμβαίνει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και στα πλεονάσματα των πλεονασματικών χωρών. «Επομένως, για να έχουν ανάπτυξη οι τελευταίες, θα πρέπει αναγκαστικά να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στην αύξηση της εγχώριας ζήτησης στις οικονομίες τους. Διαφορετικά, η αύξηση του ΑΕΠ τους θα είναι αρνητική και το 2010» καταλήγουν οι οικονομολόγοι της τράπεζας.