ΚΑΘΕ φορά που γίνεται αναφορά στο πώς ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα χρησιμοποιείται η καθιερωμένη εκδοχή ότι εμφανίστηκε στα πρώτα χρόνια της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα στην Αθήνα, στη Σμύρνη, στη Θεσσαλονίκη, με συλλόγους της πρωτοπορίας. Αλλά η ρίζα ενός γεγονότος και συνεπώς ενός αθλήματος δεν είναι εγκιβωτισμένη σε κάποιες ημερομηνίες, καθώς υπάρχει και ιστορική σημειολογία για πριν από την επίσημη ληξιαρχική πράξη γέννησης. Στο πρόσφατο και πολυσήμαντο βιβλίο του Ανδρέα Μπόμη για όλη την πορεία και την ιστορία της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου αναφέρεται κάποια ελληνοβρετανική συνάντηση- παιχνίδι ανάμεσα σε νεαρούς κερκυραίους και τους αξιωματικούς αγγλικής φρεγάτας. Οι νεαροί κερκυραίοι κατατρόπωσαν τους εγγλέζους «σφαιροπαίκτες» και το γεγονός χαρακτηρίζεται ως απόηχος κάποιων παλαιών αφηγήσεων. Ενδιαφέρον.
ΥΠΑΡΧΕΙ ωστόσο και η αδιάσειστη τεκμηρίωση. Το ρεπορτάζ σε αθηναϊκή εφημερίδα του 1866, την «Αλήθεια», για τον άθλο των «παιδαρίων της Κέρκυρας» (όπως ανακάλυψε ο αείμνηστος πατρινός ιστορικός και δημοσιογράφος Νικ. Πολίτης). Υπάρχει ωστόσο ένα ακόμη τεκμήριο της προϊστορίας του ελληνικού ποδοσφαίρου, μετά από 10 ως 12 χρόνια από εκείνο της Κέρκυρας: στη Νάουσα της Ημαθίας οι άγγλοι εγκαταστάτες του πρώτου νηματουργείου στην πόλη (1874) έμαθαν στους Ναουσαίους και το σχετικά νέο και για την Αγγλία σπορ (παιχνίδι). Μάλιστα, παιζόταν σε γήπεδο με αυτοφυές χόρτο, με κανονικά «γκόλποστ» και πρόχειρα αποδυτήρια. Οι πληροφορίες έρχονται- χωρίς άλλη συνέχεια- από το βιβλίο του Βρετανού Αλεν Απγουορντ «Τhe Εast end of Εurope». Πηγή πληροφόρησης το πολύ νεότερο βιβλίο (1992) της Ελλης Σκοπετέα «Η Δύση της Ανατολής. Εικόνες από το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» (Εκδόσεις Γνώση, 1992).
ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ αυτά μας τα γνωστοποίησε ο ναουσαίος φιλαναγνώστης κ. Δημ. Μουρατίδης. Με την πρώτη εμφάνιση του ποδοσφαίρου επί ελληνικού εδάφους έχει ασχοληθεί και ο κερκυραίος εκπαιδευτικός-ιστορικός Ονούφριος Παυλογιάννης, μη αποκλειομένου και ενός ακόμη «ματς».
ΟΣΟ και αν στον χώρο των Ολυμπιακών Αγώνωντης κορυφαίας αθλητικής διοργάνωσης- η μετάλλαξη των πάντων έφερε τα πάνω κάτω, η ολυμπιακή συμμετοχή παραμένει στόχος κάθε αθλητή και αθλήτριας. Φυσικά τα μετάλλια, και ό,τι άλλο συνεπάγεται η φωτισμένη προθήκη, είναι ο μεγάλος μαγνήτης, έστω κι αν συχνά η προθήκη αποδεικνύεται και με τις άλλες διακρίσεις εύθραυστη και διάτρητη. Εν πάση περιπτώσει, η συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες παραμένει εύσημο ζωής όταν σε αυτή την απέραντη πανστρατιά η αξία της συμμετοχής είναι πολύ περισσότερο αγνή.
ΚΑΤΑ συνέπεια, ο θεσμός των ενώσεων Συμμετασχόντων στους Ολυμπιακούς Αγώνες (τους Οlympians όπως έχει καθιερωθεί) διατηρεί ένα πηγαίο δυναμισμό που εκφράζεται με δραστηριότητες ουσίας και όχι απλώς αναμνησιολογίας. Αυτό ήταν άλλωστε και η κινητήριος δύναμη όταν πριν από περίπου τριάντα χρόνια ο αείμνηστος, σημαίνων φιλαθλητικός άνδρας, Γεώργιος Βήχος πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Ενωσης Συμμετασχόντων στους Ολυμπιακούς Αγώνες από την οποία είναι εύλογο να περιμένουμε αρκετά. Ηδη από το 1993 η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή αναγνώρισε αυτό το συλλογικό σχήμα σε διεθνή κάλυψη. Μάλιστα, έθεσε τη λειτουργία των εθνικών ενώσεων υπό την αιγίδα της Ολυμπιακής Επιτροπής της κάθε χώρας. Εύλογο είναι ότι στον παγκόσμιο ολυμπιακό χάρτη η εμβέλεια της κάθε εθνικής ένωσης διαφέρει.
ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΦΑΤΗ γενική συνέλευση της Ελληνικής Ενωσης Συμμετασχόντων στους Ολυμπιακούς ανακοινώθηκε ότι η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή κάνει αποδεκτό ένα παλαιό και επίμονο αίτημα να διαθέσει χώρο για στέγαση της Ενωσης στο μέγαρό της στην οδό Δημ. Βικέλα στο Χαλάνδρι. Συμβολισμός και ουσία. Αραγε η Ενωση θα πείσει την ΕΟΕ για την αναγνώριση ως πρώτη ολυμπιακή συμμετοχή της ελληνικής καλαθοσφαίρισης στο Ελσίνκι το 1952; Αλλωστε τούτο επιβάλλεται από το ότι στα πεπραγμένα της Ενωσης έγινε ευρεία αναφορά στο αίτημα υπέρ της αποδοχής και του δικαίου (έχει ταχθεί από 1996). Ομόφωνη και η στήριξη από τα μέλη της συνέλευσης. Καλός ο συμβολισμός αλλά καλύτερη η ηθική αποκατάσταση αυτών που κρατούνται στο περιθώριο τόσο από την Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή όσο και από την οικεία ομοσπονδία. Οψόμεθα.