Ο ΝΟΜΠΕΛΙΣΤΑΣ οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτζ
ανήκει στον κύκλο των προσωπικοτήτων που συνομιλούν τακτικά με τον πρωθυπουργό κ. Γ. Παπανδρέου.
Στις 2 Φεβρουαρίου 2010 ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κολούμπια των ΗΠΑ βρέθηκε στην Αθήνα, συναντήθηκε με τον Πρωθυπουργό και μίλησε σε συνέδριο του «Εconomist». Τότε, απαντώντας σε ερώτηση
του «Βήματος», είχε τονίσει ότι «οι φόβοι για το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της ελληνικής οικονομίας είναι παράλογοι» και ότι τα spreads των ελληνικών ομολόγωνήταν «παράλογα υψηλά». Με αφορμή την κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, η οποία ολοκληρώθηκε την Παρασκευή στις Βρυξέλλες, «Το Βήμα» επικοινώνησε εκ νέου μαζί του και ζήτησε τις εκτιμήσεις του.
– Στην Ελλάδα ζήσαμε τέσσερις πολύ δύσκολους μήνες,δεχθήκαμε τεράστια πίεση από τους ευρωπαίους εταίρους μας και τις αγορές,και είναι βέβαιο ότι θα αλλάξουν πολλά στον τρόπο που ζούσαμε ως σήμερα. Τελικά η χώρα μας χρειαζόταν ένα «σχέδιο σωτηρίας» ως ύστατη λύσηή θεωρείτε ότι έπρεπε να στηριχθεί νωρίτερα;
«Το πρόβλημα της Ελλάδας εντάσσεται στο γενικό πλαίσιο της διεθνούς κρίσης και ειδικότερα της ύφεσης στην Ευρώπη. Η ανάκαμψη της χώρας, αλλά και η κατάσταση των δημοσίων οικονομικών της εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το τι συμβαίνει έξω από τα σύνορά της. Για την αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων ήταν αναγκαία η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού ταμείου αλληλεγγύης για τη διασφάλιση της σταθερότητας. Η Ευρώπη δημιούργησε στο παρελθόν ταμεία αλληλεγγύης για να βοηθήσει τα κράτη που ήθελαν να γίνουν μέλη της Ενωσης, αλλά απέτυχε να δημιουργήσει ένα ταμείο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν σήμερα πολλές χώρεςμέλη. Επομένως, είναι επιτακτική ανάγκη η Ευρώπη να επανορθώσει το θεσμικό αυτό πρόβλημα. Αν το είχε κάνει, η Ελλάδα δεν θα είχε καμία ανάγκη τη συνδρομή του ΔΝΤ. Αν οι αγορές πίστευαν ότι η Ευρώπη θα παρείχε βοήθεια στην Ελλάδα, όπως θα έπρεπε, τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων θα ήταν χαμηλά, και είναι ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τις υποχρεώσεις της για την εξυπηρέτηση του χρέους. Αυτή η στήριξη δεν θα έπρεπε να είναι ένα “σχέδιο σωτηρίας”, τουλάχιστον με την έννοια που χρησιμοποιήθηκε τελευταία αυτός ο όρος. Για παράδειγμα, η ΑΙG και ορισμένες αμερικανικές τράπεζες που εφηύραν παραπειστικά χρηματοοικονομικά εργαλεία στηρίχθηκαν με “πακέτα διάσωσης” γιατί είχαν υποχρεώσεις στις οποίες αδυνατούσαν να ανταποκριθούν. Αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας».
– Η «ελληνική κρίση» θα αλλάξει την Ευρώπη;
«Η κρίση φωτίζει τις θεσμικές δυσλειτουργίες της ευρωζώνης. Αν η Ευρώπη βοηθήσει ουσιαστικά την Ελλάδα, αλλά και τις άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν σήμερα προβλήματα, θα επιδείξει το αναγκαίο πνεύμα ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, το οποίο θα ενδυναμώσει την Ενωση και θα της επιτρέψει να αντιμετωπίσει με αυτοπεποίθηση τις υπόλοιπες προκλήσεις που ανοίγονται μπροστά της. Τα πράγματα θα είναι ακόμη καλύτερα αν αντιμετωπίσει και το θεσμικό πρόβλημα με τη δημιουργία, για παράδειγμα, ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου ή ενός ταμείου αλληλεγγύης για τη διασφάλιση της σταθερότητας. Από την άλλη, αν η Ευρώπη αποτύχει να στηρίξει με αποτελεσματικό τρόπο την Ελλάδα, θα υπονομεύσει την ένωση των κρατών προκαλώντας επιπτώσεις που θα διαρκέσουν για μεγάλο διάστημα. Ευτυχώς, μπροστά σε αυτό το σταυροδρόμι φαίνεται ότι τα μέλη της ΕΕ συνειδητοποίησαν τις ολέθριες συνέπειες που θα μπορούσαν να προκύψουν από μια τέτοια απόφαση».
– Πώς κρίνετε τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο σχέδιο που ανακοινώθηκε;
«Δεν θεωρώ επιζήμια τη συμμετοχή του ΔΝΤ. Στη διάρκεια της τελευταίας κρίσης ο ρόλος του ΔΝΤ ήταν σαφώς πιο εποικοδομητικός σε σύγκριση με τον ρόλο του στην κρίση της περιόδου 1997-1998, για τον οποίο δέχθηκε δικαίως σφοδρή κριτική. Στα προγράμματα που σχεδιάζει τελευταία έχει αποφύγει τους αντιπαραγωγικούς όρους, οι οποίοι επέτειναν την ύφεση σε διάφορες χώρες κατά την προηγούμενη διεθνή κρίση». – Εκτός από τις ευθύνες της Ελλάδας,εντοπίζετε και αλλού ευθύνες; «Την εποχή όπου δημιουργήθηκε το ευρώ πολλοί αναλυτές, ανάμεσα στους οποίους και εγώ, διατυπώσαμε σαφή ανησυχία για την ανυπαρξία οποιασδήποτε πρόβλεψης για την αντιμετώπιση ισχυρών οικονομικών σοκ σε ένα τμήμα της ευρωζώνης, ειδικά στην περιφέρεια. Το ευρώ θα λειτουργούσε σωστά όσο οι χώρες που μετείχαν σε αυτό μοιράζονταν συνθήκες ευημερίας. Ωστόσο η πραγματική δοκιμασία θα ανέκυπτε αμέσως μόλις μια χώρα αντιμετώπιζε πρόβλημα, σαν και αυτά που αντιμετωπίζουν σήμερα διάφορες χώρες. Τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης απεμπόλησαν σημαντικά εργαλεία για την προσαρμογή σε αντίξοες οικονομικά συνθήκες, όπως ο καθορισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των βασικών επιτοκίων. Σε περιόδους οικονομικής κρίσης τα ελλείμματα των προϋπολογισμών εκτινάσσονται, ανεξάρτητα από το πόσο καλά διαχειρίστηκε μια χώρα τα δημοσιονομικά της μεγέθη προ της κρίσης. Για παράδειγμα, η Ισπανία ήταν μια χώρα που κατέγραφε πλεόνασμα πριν από την κρίση. Η αντιμετώπιση του προβλήματος με τον περιορισμό των δαπανών και την αύξηση των φόρων ενδέχεται να πυροδοτήσει φαύλο κύκλο, αφού πρόκειται για την επιστροφή σε προ-κεϊνσιανές πολιτικές από τις οποίες υπέφεραν πάρα πολλοί άνθρωποι σε όλον τον κόσμο».