Η Google αποφάσισε τελικά να «στρίψει» διά του Χονγκ Κονγκ και να σταματήσει ουσιαστικά την αυτολογοκρισία των σελίδων που εμφανίζονται στην κινεζική μηχανή αναζήτησης. Στο εξής οι κινέζοι χρήστες των υπηρεσιών του Google θα μπορούν να «μετακινούνται» προς τις αντίστοιχες σελίδες του Χονγκ Κονγκ όπου δεν ισχύουν οι κανονισμοί λογοκρισίας που επιβάλλει η κυβέρνηση της Κίνας.
Τους τελευταίους δύο μήνες μαίνεται μια πραγματική μάχη με ανακοινώσεις που θυμίζουν ψυχροπολεμική εποχή. Η Google κατηγόρησε ευθέως τις κινεζικές αρχές ότι επιχείρησαν να υποκλέψουν προσωπικά στοιχεία πελατών της, με την κυβέρνηση του Γουέν Ζιαμπάο να αποκρούει τους ισχυρισμούς ως ανυπόστατους. Στόχος των άγνωστων κυβερνοπειρατών έγιναν οι χρήστες των υπηρεσιών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Google (στην πλειονότητά τους μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων και ακτιβιστές) αλλά και πολλών άλλων ιστότοπων, όπως και κοινωνικών δικτύων, όπως το Facebook, το Τwitter και το ΥouΤube.
Η διένεξη οξύνθηκε ακόμη περισσότερο, με το Πεκίνο να κατηγορεί απροκάλυπτα την αμερικανική εταιρεία ότι δρα για λογαριασμό των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ. Με θαυμαστή μάλιστα μαεστρία τα κρατικά μέσα ενημέρωσης αντέστρεψαν τον ισχυρισμό της Google σύμφωνα με τον οποίο η κινεζική κυβέρνηση επιχειρεί να κατασκοπεύσει τους πολίτες της χώρας λέγοντας ότι «οι Κινέζοι απολαμβάνουν τη μεγαλύτερη ελευθερία που είχαν τα τελευταία 5.000 χρόνια». Η μεσοβέζικη λύση δεν ικανοποίησε τελικά καμία από τις δύο πλευρές αυτής της ιδιότυπης σινοαμερικανικής διένεξης καθώς το Πεκίνο έκανε λόγο για «αθέτηση γραπτής υπόσχεσης» και ο Λευκός Οίκος εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθαν οι διαπραγματεύσεις. Βέβαια η κινεζική κυβέρνηση διατείνεται ότι το ζήτημα είναι αμιγώς οικονομικό και ότι δεν πρόκειται να επηρεάσει τις διακρατικές σχέσεις (οι οποίες ωστόσο δεν διάγουν την πιο ανέφελη περίοδο), «εκτός κι αν κάποιοι επιμείνουν στην πολιτικοποίηση του γεγονότος» προσέθεσε με νόημα ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών.
Το γεγονός όμως ότι η αψιμαχία μεταξύ του Πεκίνου και της δημοφιλέστερης μηχανής αναζήτησης (σε όλον τον κόσμο, εκτός της κινεζικής επικράτειας, όπου υπερισχύει η κινεζική Βaidu) έχει διανθιστεί με εκατέρωθεν ανακοινώσεις από τις κυβερνήσεις των δύο χωρών καταδεικνύει ότι το διακύβευμα δεν είναι μόνο η αθέτηση μιας εμπορικής συμφωνίας.
Τις τελευταίες ημέρες το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Ξινχουά καθώς και το επίσημο όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν έκρυψαν τις προθέσεις της κινεζικής ηγεσίας δείχνοντας στη Google τον δρόμο της εξόδου από τη χώρα. «Από πότε μπορεί μια ιδιωτική επιχείρηση να καταστρατηγεί τους νόμους ενός κράτους» διερωτάται το κινεζικό πρακτορείο ειδήσεων.
Το σίγουρο είναι ότι κανείς – εκτός της αμερικανικής θυγατρικής και των περίπου 600 υπαλλήλων της- δεν πρόκειται να δυσαρεστηθεί στην Κίνα σε περίπτωση που η Google αποχωρήσει από τη χώρα. Η μεν κυβέρνηση θα αισθανθεί ανακούφιση (κι ας μην το ομολογεί) καθώς από το 2005, όταν η Google εγκαταστάθηκε επί κινεζικού εδάφους, θεωρείται ούτε λίγο ούτε πολύ το «μακρύ χέρι» των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι δε χρήστες του Διαδικτύου έχουν ήδη δείξει την προτίμησή τους στο «τοπικό προϊόν», δηλαδή στην κινεζική μηχανή αναζήτησης Βaidu, η οποία θεωρείται πολύ πιο φιλική στον κινέζο χρήστη και για τον λόγο αυτόν κατέχει σχεδόν το 60% της εγχώριας αγοράς έναντι του 35% του εξ Αμερικής ανταγωνιστή.
Οσο για την ίδια την Google, καλείται ουσιαστικά να σταθμίσει δύο παραμέτρους: από τη μία, την έξωθεν καλή μαρτυρία της και από την άλλη το κέρδος. Η μη συμμόρφωση με τους όρους που επιτάσσει το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας και με την κατά αυτό αντίληψη περί της ελευθερίας της έκφρασης και της διακίνησης ιδεών αποτελεί σίγουρα ένα «παράσημο» τιμής στα μάτια των ευαίσθητων σε θέματα ατομικών δικαιωμάτων Δυτικών. Πόσο εύκολα όμως θα μπορούσε να αποχωρήσει κάποια επιχείρηση από μια αγορά με 384 εκατομμύρια δυνητικούς πελάτες (περισσότερους από τον συνολικό πληθυσμό των ΗΠΑ) και με προοπτικές αλματώδους αύξησης των χρηστών του Διαδικτύου όσο θα βελτιώνονται το βιοτικό επίπεδο και οι τεχνικές υποδομές στη χώρα;