Εννοια εισοδήματος από εμπορικές επιχειρήσεις:

Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 28 του ΚΦΕ, εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις είναι το κέρδος που αποκτάται από ατομική ή εταιρική επιχείρηση, εμπορική, βιοτεχνική, βιομηχανική ή από την άσκηση οποιουδήποτε κερδοσκοπικού επαγγέλματος, το οποίο δεν υπάγεται στα ελευθέρια που περιοριστικά αναφέρονται στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του πιο πάνω άρθρου, επιχείρηση αποτελεί και μεμονωμένη ή συμπτωματική πράξη που αποβλέπει στην επίτευξη κέρδους, καθώς και η πώληση μέσα σε δύο χρόνια από την απόκτηση με αγορά εδαφικών εκτάσεων που βρίσκονται εκτός σχεδίου πόλεως και έχουν μεγάλη αξία. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, θεωρείται εισόδημα από εμπορική επιχείρηση και αυτό που προκύπτει από την ανέγερση πολυώροφης οικοδομής σε ιδιόκτητο οικόπεδο, εφόσον η ανέγερση αυτή δεν γίνεται προς τον σκοπό αξιοποίησης κεφαλαίου, αλλά για την πραγματοποίηση κέρδους από την πώληση των διαμερισμάτων.

Απόκτηση εισοδήματος από εμπορικές επιχειρήσεις σε ειδικές περιπτώσεις: Για την άρση τυχόν αμφισβητήσεων με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 28 του ΚΦΕ ορίζεται σε ποιες ειδικές περιπτώσεις θεωρείται ότι αποκτάται εισόδημα από την άσκηση εμπορικής επιχείρησης. Συγκεκριμένα θεωρείται, σύμφωνα με τη διάταξη, εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις:

* Το κέρδος από την άσκηση επιχείρησης αγοραπωλησίας ακινήτων: Σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης α Δ της παρ. 3 του άρθρου 28, θεωρείται εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις το κέρδος από την άσκηση επιχείρησης αγοραπωλησίας ακινήτων γενικά, εκτός αν η αγοραπωλησία γίνεται από τις τεχνικές επιχειρήσεις οι οποίες φορολογούνται με ειδικό τρόπο. Ως κέρδος θεωρείται η επιπλέον διαφορά μεταξύ της αξίας του ακινήτου το οποίο πωλήθηκε και της αξίας αυτού κατά τον χρόνο της αγοράς του. Ως αξία πώλησης λαμβάνεται αυτή η οποία προσδιορίζεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982, δηλαδή με βάση το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού των ακινήτων. Αν όμως το τίμημα που αναγράφεται στο συμβόλαιο πώλησης είναι μεγαλύτερο από την αντικειμενική αξία του ακινήτου, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται το τίμημα που αναγράφεται στο πωλητήριο συμβόλαιο.

Ειδικά για τις περιοχές όπου δεν ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού των ακινήτων, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται: * Το τίμημα που αναγράφεται στο πωλητήριο συμβόλαιο.

* Η διαφορά μεταξύ της αξίας που φορολογήθηκε και της πραγματικής αξίας του ακινήτου, όπως αυτή η αξία προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων.

Η διαφορά μεταξύ αξίας πώλησης του ακινήτου και αξίας αγοράς του μειώνεται με τις δαπάνες που βαρύνουν τον πωλητή οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 31 του ΚΦΕ.

* Η ωφέλεια από την πώληση αγροτεμαχίων και οικοπέδων: Σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης β Δ της παρ. 3 του άρθρου 28 του ΚΦΕ, εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις θεωρείται η ωφέλεια που πραγματοποιείται από οργανωμένη επιχείρηση πώλησης αγροτεμαχίων και οικοπέδων τα οποία προκύπτουν από εδαφικές εκτάσεις της ίδιας της επιχείρησης, οι οποίες βρίσκονται εντός ή εκτός σχεδίου πόλεως, δήμου ή κοινότητας και οι οποίες έχουν κατατμηθεί ή ρυμοτομηθεί. Ως ωφέλεια θεωρείται η διαφορά μεταξύ της αξίας της έκτασης η οποία πωλήθηκε και της αξίας της πριν από την κατάτμηση ή ρυμοτόμηση.

Ως αξία πώλησης των οικοπέδων ή αγροτεμαχίων λαμβάνεται αυτή που προσδιορίζεται με το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων, εκτός αν το τίμημα πώλησης που αναγράφεται στο πωλητήριο συμβόλαιο είναι μεγαλύτερο της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, οπότε λαμβάνεται το μεγαλύτερο αυτό τίμημα.

Ειδικά για τις περιοχές όπου δεν ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται:

* Το τίμημα που αναγράφεται στο πωλητήριο συμβόλαιο.

* Η διαφορά μεταξύ του τιμήματος αυτού και της πραγματικής αξίας του ακινήτου η οποία βρίσκεται με βάση τη μεθοδολογία που εφαρμόζεται στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων.

Η διαφορά αυτή μειώνεται με τις δαπάνες οι οποίες βαρύνουν τον πωλητή του ακινήτου και οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 31 του ΚΦΕ.

* Τα μερίσματα που καταβάλλονται από συνεταιρισμούς: Με τη διάταξη της περίπτωσης γ Δ της παρ. 3 του άρθρου 28 θεωρούνται εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις τα ποσά που καταβάλλονται από τους συνεταιρισμούς στα μέλη τους με τη μορφή μερίσματος ή αμοιβής. Για να φορολογηθεί το μέρισμα στο όνομα του μέλους του συνεταιρισμού θα πρέπει να έχει καταβληθεί.

* Τα κέρδη από παρεπόμενες εργασίες: Εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις θεωρείται, σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης δ Δ της παρ. 3 του άρθρου 28 του ΚΦΕ, και το κέρδος που προέρχεται από παρεπόμενες ερ γασίες οι οποίες γίνονται παράλληλα με τον κύριο σκοπό της επιχείρησης. Εσοδα από παρεπόμενες εργασίες μπορεί να είναι οι επιχορηγήσεις, τα ποσά των συναλλαγματικών διαφορών, οι προμήθειες, οι μεσιτείες κτλ. Δεν αποτελεί εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις το μίσθωμα που εισπράττει η επιχείρηση από την εκμίσθωση μέρους ή ολόκληρης οικοδομής με ή χωρίς τις μηχανικές εγκαταστάσεις της.

* Η επιχειρηματική αμοιβή: Σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης ε Δ της παρ. 3 του άρθρου 28 του ΚΦΕ, θεωρείται εισόδημα από εμπορική επιχείρηση η επιχειρηματική αμοιβή που καταβάλλεται στους ομόρρυθμους εταίρους ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας και στους κοινωνούς της κοινωνίας κληρονομικού δικαίου στην οποία μεταξύ των κοινωνών περιλαμβάνονται και ανήλικοι.

* Ο μισθός μελών διοικητικού συμβουλίου και εταίρων ΕΠΕ: Σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης στ Δ της παρ. 3 του άρθρου 28, θεωρείται εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις ο μισθός που καταβάλλεται από ανώνυμη εταιρεία στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της για τις υπηρεσίες που παρέχουν βάσει ειδικής σύμβασης μίσθωσης εργασίας ή εντολής, εφόσον τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου είναι ασφαλισμένα σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό ή Ταμείο, εκτός του ΙΚΑ.

Με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 8 του Ν. 3091/2002 προστέθηκε στην περίπτωση στ Δ της παρ. 3 του άρθρου 28 του ΚΦΕ δεύτερο εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο θεωρείται εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις ο μισθός και οι κάθε είδους απολαβές που καταβάλλονται από εταιρεία περιορισμένης ευθύνης σε εταίρους της για υπηρεσίες που παρέχουν σε αυτήν, εφόσον οι εταίροι είναι ασφαλισμένοι για τις υπηρεσίες αυτές σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό ή Ταμείο εκτός του ΙΚΑ.

* Η αυτόματη υπερτίμηση κεφαλαίου: Σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης ζ Δ της παρ. 3 του άρθρου 28, θεωρείται εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις η πραγματοποιηθείσα αυτόματη υπερτίμηση του παγίου κεφαλαίου που χρησιμοποιείται στην επιχείρηση, ανεξάρτητα από τη νομική της μορφή, καθώς και αυτή που δεν πραγματοποιήθηκε αλλά έχει περιληφθεί στην απογραφή.

Κατ΄ εξαίρεση η υπερτίμηση από αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου, το οποίο ιδιοχρησιμοποιείται ή έχει ιδιοχρησιμοποιηθεί για την άσκηση του αντικειμένου των εργασιών της επιχείρησης, απαλλάσσεται του φόρου εφόσον εμφανίζεται σε ιδιαίτερο λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού. Το αποθεματικό αυτό φορολογείται σε περίπτωση διανομής του ή διάλυσης της εταιρείας. Κατά τον υπολογισμό του υπερτιμήματος από την πώληση ακινήτου, με εξαίρεση το υπερτίμημα που προκύπτει από την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου, ως τιμή πώλησης δεν μπορεί να ληφθεί ποσό μικρότερο της αξίας όπως αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με όσα ισχύουν στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων.

Ειδικά για τα ακίνητα που αποτελούν αντικείμενο σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης του Ν. 1665/1986 και μεταβιβάζονται είτε λόγω λήξης της σύμβασης αυτής ή εξαγοράζονται από τον μισθωτή πριν από τη λήξη της σύμβασης, ως αξία πώλησης αυτών λαμβάνεται αυτή που έχει καθοριστεί από τους όρους σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης. Η ρύθμιση αυτή δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που το ακίνητο μεταβιβάζεται σε τρίτο πρόσωπο, πλην του μισθωτή ή των κληρονόμων του.

* Οι τόκοι συναλλαγματικών και γραμματίων: Στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 25 του ΚΦΕ ορίζεται ότι δεν αποτελούν εισόδημα από κινητές αξίες οι τόκοι συναλλαγματικών και γραμματίων από εμπορικές συναλλαγές, οι τόκοι από τις αποδεδειγμένες πωλήσεις εμπορευμάτων με πίστωση μεταξύ εμπόρων, καθώς και οι τόκοι υπερημερίας λόγω καθυστέρησης στην καταβολή του πιστωθέντος τιμήματος.

Με τη διάταξη της περίπτωσης η Δ της παρ.

3 του άρθρου 28 του ΚΦΕ ρητώς ορίζεται ότι οι τόκοι αυτοί θεωρούνται εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις.

* Οι αποδόσεις από συμβάσεις ή πράξεις επί παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων: Σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης θ Δ της παρ. 3 του άρθρου 28, θεωρούνται εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις οι αποδόσεις από συμβάσεις ή πράξεις επί παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων, που πραγματοποιούνται από επιτηδευματίες οι οποίοι τηρούν βιβλία Γ Δ κατηγορίας του ΚΒΣ.

Ενδείξεις 401-402: Καθαρά κέρδη από ατομική επιχείρηση: Τις ενδείξεις αυτές θα συμπληρώσουν οι ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Α Δ ή Β Δ κατηγορίας ή δεν τηρούν βιβλία. Στις ενδείξεις αυτές θα αναγραφούν τα καθαρά κέρδη που προέκυψαν κατά τη χρήση του 2009 και τα οποία θα προσδιορίσουν στο έντυπο Ε3, το οποίο θα συνυποβληθεί με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος.

Προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος: Σύμφωνα με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 31 του ΚΦΕ, το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν επαρκή και ακριβή βιβλία Β Δ και Γ Δ κατηγορίας του ΚΒΣ εξευρίσκεται λογιστικώς με την έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των δαπανών που ορίζονται στο άρθρο αυτό.

Προϋπόθεση για τον λογιστικό προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος των επιχειρήσεων είναι, σύμφωνα με τη διάταξη, η τήρηση επαρκών και ακριβών βιβλίων.

Δηλαδή οι επιχειρήσεις που τηρούν Β Δ κατηγορίας βιβλία θα προσδιορίσουν τα καθαρά κέρδη τους λογιστικώς ως διαφορά εσόδων και δαπανών.

Οι ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις που δεν τηρούν βιβλία ή τηρούν βιβλία Α Δ κατηγορίας θα προσδιορίσουν τα καθαρά κέρδη τους εξωλογιστικώς.

Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου αυτού, το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία Α Δ κατηγορίας του ΚΒΣ, καθώς και των επιχειρήσεων που δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία ή τηρούν βιβλία και στοιχεία κατώτερης κατηγορίας της προσήκουσας ή τηρούν ανακριβή και ανεπαρκή βιβλία και στοιχεία, και στην τελευταία αυτή περίπτωση η ανεπάρκεια καθιστά αδύνατη τη διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων, προσδιορίζεται εξωλογιστικώς με πολλαπλασιασμό των ακαθαρίστων εσόδων της επιχείρησης με ειδικούς κατά γενικές κατηγορίες επιχειρήσεων συντελεστές καθαρού κέρδους. Ετσι, σύμφωνα με τη διάταξη, εξωλογιστικός προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος γίνεται στις εξής περιπτώσεις:

* Στις επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Α Δ κατηγορίας του ΚΒΣ.

* Στις επιχειρήσεις που δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία.

* Στις επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία και στοιχεία κατώτερης κατηγορίας από αυτήν που προβλέπει ο ΚΒΣ.

* Στις επιχειρήσεις που τηρούν ανακριβή και ανεπαρκή βιβλία και στοιχεία, εφόσον η ανεπάρκεια καθιστά αδύνατες τις ελεγκτικές επαληθεύσεις.

* Εφαρμογή των μοναδικών συντελεστών καθαρού κέρδους. Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 32 του ΚΦΕ, για κάθε κατηγορία επιχειρήσεων προβλέπεται ένας μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους, ο οποίος εφαρμόζεται στα ακαθάριστα έσοδα. Οι μοναδικοί συντελεστές καθαρού κέρδους περιλαμβάνονται σε ειδικό πίνακα ο οποίος καταρτίζεται με αποφάσεις του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Προσοχή! Στις πιο πάνω ενδείξεις θα αναγραφεί και το υπερτίμημα από την πώληση οποιουδήποτε πάγιου περιουσιακού στοιχείου της επιχείρησης, το οποίο σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης δ Δ της παρ. 3 του άρθρου 28 θεωρείται εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις. Δεν θα αναγραφεί το υπερτίμημα από την πώληση αυτοκινήτου της ατομικής επιχείρησης.

Ενδείξεις 403-404: Επιχειρηματική αμοιβή: Τις ενδείξεις αυτές θα συμπληρώσουν οι ομόρ ρυθμοι εταίροι των ομόρρυθμων και ετερόρρυθμων εταιρειών, καθώς και οι κοινωνοί των κοινωνιών κληρονομικού δικαίου στις οποίες υπάρχουν ανήλικα μέλη, τα οποία στη χρήση του 2009 έλαβαν επιχειρηματική αμοιβή. Ενδείξεις 405-406: Καθαρά κέρδη από τη συμμετοχή σε νομικά πρόσωπα που δεν φορολογούνται με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ΚΦΕ: Ο ΚΦΕ στο άρθρο 10 προβλέπει τον τρόπο φορολογίας του εισοδήματος των ομόρρυθμων και ετερόρρυθμων εταιρειών, των κοινωνιών, των κοινοπραξιών που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα. Τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων αυτών φορολογούνται στο όνομα του νομικού προσώπου με ορισμένους αναλογικούς συντελεστές.

Από τον πιο πάνω τρόπο φορολογίας εξαιρούνται, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 7

του άρθρου 64 του ΚΦΕ:

* Οι κοινωνίες αστικού δικαίου που εκμεταλλεύονται φορτηγά ή επιβατικά αυτοκίνητα ΔΧ, για τα καθαρά κέρδη που προέρχονται από τη συνεκμετάλλευση με τη μορφή κοινωνίας ως και δύο αυτοκινήτων.

* Οι ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρείες, αστικές εταιρείες, ή αφανείς και συμμετοχικές εταιρείες και οι κοινοπραξίες που εκμεταλλεύονται ένα μόνο αυτοκίνητο ΔΧ.

* Οι συνιδιοκτησίες που συνεκμεταλλεύονται αλιευτικά σκάφη ως και 10 κόρων ολικής χωρητικότητας, στις οποίες συμμετέχουν αποκλειστικά αλιείς.

Τις ενδείξεις 405-406 θα συμπληρώσουν τα φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν στις πιο πάνω εταιρείες με τα καθαρά κέρδη που τους αναλογούν, τα οποία εισέπραξαν κατά τη χρήση του 2009.

Αν οι πιο πάνω επιχειρήσεις πραγματοποίησαν κατά τη χρήση του 2009 ζημία, η ζημία που αναλογεί σε κάθε φυσικό πρόσωπο θα γραφεί στους κωδικούς 413-414 ή 415 -416 αν η ζημία προέρχεται από προηγούμενη χρήση.

Ενδείξεις 407-408: Υπερτίμημα από την πώληση αυτοκινήτου ως εμπορεύματος: Με τη διάταξη του άρθρου 10 του Ν. 2579/1998 έχει θεσπιστεί προσωρινό μεταβατικό καθεστώς φορολογίας των αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης τα οποία μεταβιβάζονται με επαχθή αιτία, ως πάγιο στοιχείο της επιχείρησης. Το ειδικό αυτό καθεστώς φορολογίας του υπερτιμήματος που προκύπτει από την πώληση αυτοκινήτου της επιχείρησης, το οποίο έχει ήδη παραταθεί, προβλέπει την επιβολή εφάπαξ ποσού φόρου.

Στη διάταξη ωστόσο της περίπτωσης γ Δ της παρ. 3 του άρθρου 28 του ΚΦΕ ορίζεται ότι το υπερτίμημα που προκύπτει όταν το αυτοκίνητο πωλείται ως πάγιο περιουσιακό στοιχείο της επιχείρησης θεωρείται εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις και φορολογείται με τις γενικές διατάξεις.

Συνεπώς, αν κατά τη χρήση του 2009 η ατομική επιχείρηση έχει πωλήσει αυτοκίνητό της ως εμπόρευμα και επιθυμεί να φορολογηθεί με την κλίμακα φόρου, στις ενδείξεις 407-408 θα γράψει το υπερτίμημα που προέκυψε από την πώληση αυτή.

Ενδείξεις 413-414: Ζημία χρήσης 2009: Οι ατομικές επιχειρήσεις που κατά τη χρήση του 2009 πραγματοποίησαν ζημία θα συμπληρώσουν τις ενδείξεις αυτές με το ποσό της ζημιάς. Τις ίδιες ενδείξεις θα συμπληρώσουν και τα φυσικά πρόσωπα για τη ζημία που τους αναλογεί από τη συμμετοχή τους σε μια από τις εταιρείες ή κοινωνίες που δεν φορολογούνται με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ΚΦΕ.

Ενδείξεις 415-416: Ζημία προηγούμενων ετών: Με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 3091/2002 ορίστηκε ότι οι επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Β Δ κατηγορίας μπορούν να μεταφέρουν τη ζημία που έχει προκύψει για συμψηφισμό διαδοχικώς στα πέντε επόμενα οικονομικά έτη.

Ενδείξεις 425-426: Ακαθάριστα έσοδα ατομικών επιχειρήσεων: Στις ενδείξεις αυτές οι ατομικές επιχειρήσεις θα γράψουν τα ακαθάριστα έσοδα που πραγματοποίησαν κατά τη χρήση του 2009.

Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρ θρου 30 του ΚΦΕ, ακαθάριστο εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις είναι το σύνολο των ακαθαρίστων εσόδων από τις κάθε είδους εμπορικές συναλλαγές. Ειδικότερα όπως έχει δεχθεί η διοίκηση, στα ακαθάριστα έσοδα ανήκουν το τίμημα των οριστικών πωλήσεων εμπορευμάτων ή πρώτων υλών, καθώς και το σύνολο των αμοιβών που πραγματοποιήθηκαν από την παροχή υπηρεσιών. Κατά τον προσδιορισμό των ακαθαρίστων εσόδων δεν ασκεί επίδραση ο τρόπος είσπραξης του εσόδου, αν δηλαδή αυτό εισπράχθηκε τοις μετρητοίς ή εισπράττεται με δόσεις, αρκεί το έσοδο να είναι οριστικό και εκκαθαρισμένο, δηλαδή να είναι αντικείμενο ασκητού δικαιώματος.

Προσδιορισμός του ακαθαρίστου εισοδήματος: Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.

2 του άρθρου 30 του ΚΦΕ, ο προσδιορισμός του ακαθαρίστου εισοδήματος από εμπορικές επιχειρήσεις γίνεται με τρεις τρόπους: ο προσδιορισμός του εισοδήματος αυτού γίνεται λογιστικά με βάση τα δεδομένα των βιβλίων της επιχείρησης· με βάση το κόστος των αγαθών αυξανόμενο με το μεικτό εμπορικό κέρδος· ενώ ο τρίτος τρόπος προσδιορισμού του εισοδήματος αυτού συνίσταται στην εφαρμογή εξωλογιστικής μεθόδου, δηλαδή με βάση πληροφορίες ή άλλα στοιχεία που συλλέγει ο προϊστάμενος της αρμόδιας ΔΟΥ.