Χώρος εστίασης, κρασοκατάνυξης, κεφιού, μουσικής και χορού, ζωηρών συζητήσεων και πονεμένων εκμυστηρεύσεων. Με μια ιστορία που κρατάει πάνω από 2.500

χρόνια, η παραδοσιακή ελληνική ταβέρνα αποδεικνύεται σήμερα πιο δυνατή από τον χρόνο και τις δυσμενείς οικονομικές συγκυρίες. Ξεκινώντας από τα καπηλειά της αρχαίας Ελλάδας και περνώντας από τα «μαγέρικα» του Βυζαντίου, τις οθωμανικές «λοκάντες» και τα ρεμπέτικα στέκια των προσφύγων της Μικράς Ασίας, η ταβέρνα παρέμεινε αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής του Ελληνα έως τις ημέρες μας και πρόσφατα κατόρθωσε να «κατατροπώσει» άλλον έναν εχθρό: την οικονομική κρίση.

«Σίγουρα κανένας δεν μένει αλώβητος από την οικονομική κρίση και όλοι οι χώροι εστίασης έχουν υποστεί μείωση του τζίρου. Ωστόσοεμείς δεν έχουμε επηρεαστεί τόσο έντονα όσο τα “μοντέρνα” εστιατόρια. Εδώ τα πράγματα μένουν σταθερά και αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου» σχολιάζει ο κ. Σαμάντ Εφτεχάρ, ιδιοκτήτης της διάσημης «Ταβέρνας του μπαρμπαΓιάννη» στα Εξάρχεια, η οποία μετράει… 72 χρόνια λειτουργίας!

Ποιο είναι λοιπόν το μυστικό που προσφέρει αντοχή στον χρόνο; «Οι ανθρώπινες σχέσεις, τι άλλο; Εδώ κυριαρχούν οι προσωπικές σχέσεις, ενάντια στην ανωνυμία του σύγχρονου τρόπου ζωής. Γνωρίζουμε τον ταβερνιάρη, γνωριζόμαστε οι πελάτες μεταξύ μας, γινόμαστε μια παρέα» απαντάει ο κ. Θανάσης Χρυσοχοΐδης , ο οποίος ξεκίνησε να τρώει στην «Ταβέρνα του μπαρμπαΓιάννη» ως φοιτητής του Πολυτεχνείου και εξακολουθεί έως και σήμερα, συνταξιούχος πλέον, να επιλέγει την ίδια ταβέρνα για μεζέ, κρασί και κουβέντα.

«Οι ταβέρνες έχουν χαρακτήρα, όλα εδώ είναι “αληθινά”. Οι γεύσεις θυμίζουν σπιτικό φαγητό και οι σχέσεις που αναπτύσσονται μετατρέπουν τους πελάτες σε μια παρέα. Κάποιος πιάνει ένα μπουζούκι και αρχίζουν όλοι να τραγουδούν ή γίνεται ένα αστείο και ξαφνικά δύο τραπέζια ενώνονται. Η ταβέρνα είναι ζωντανός οργανισμός για όσους δεν έχουν επηρεαστεί από τις επιταγές του lifestyle» σχολιάζει ο Βαγγέλης, 30 χρόνων, απολαμβάνοντας μεζέδες στη λιακάδα. Χαμηλές τιμές και… «ολίγη»

Ηταβέρνα επιβιώνει σε περιόδους κρίσης για έναν ακόμη λόγο: τις σταθερές και χαμηλές τιμές. «Στις καλές ταβέρνες μπορείς να βρεις υπέροχα φαγητά σε λογικές τιμές και με την κατάλληλη παρέα περνάς χίλιες φορές καλύτερα» σχολιάζουν ο Γιάννης, η Χαρά και η Κική, οι οποίοι «ξεκλέβουν» λίγο χρόνο από το μεσημεριανό τους διάλειμμα για να φάνε στην «Καλή Ζωή», τη μόνη ταβέρνα στο Θησείο στην οποία- όπως με υπερηφάνεια δηλώνει ο ιδιοκτήτης της κ. Σάββας Θεοδοσιάδης – δεν πηγαίνουν τουρίστες! «Το πρόβλημα είναι ότι τα πάγια έξοδά μας αυξάνονται διαρκώς: τα ενοίκια, οι ασφαλιστικές εισφορές και τώρα ο ΦΠΑ. Ωστόσο αυτή την αύξηση δεν μπορούμε να την “περάσουμε” στον πελάτη. Δεν μπορούμε να κερδοσκοπούμε στις πλάτες των πελατών μας» σχολιάζει ο κ. Παναγιώτης Λώλος, ιδιοκτήτης της «Μινιατούρας»- όνομα και πράγμα-, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στην πλατεία Συντάγματος και στο Μοναστηράκι.

Η οικονομική κρίση, άλλωστε, έδωσε στους ταβερνιάρηδες την αφορμή για να «εμπνευστούν» νέες ιδέες για τη συγκράτηση του κόστους. «Εχουμε επαναφέρει την επιλογή της “μισής μερίδας”, εκείνο που οι παλιοί ονόμαζαν “βάλε μου ολίγη από…”. Ετσι μπορεί ο καθένας να απολαύσει περισσότερες γεύσεις σε προσιτή τιμή και με άνεση, σαν να ήταν σπίτι του» εξηγεί ο κ. Λώλος. Ο κ. Θεοδοσιάδης, από την άλλη, επέλεξε να αντικαταστήσει τα πιάτα με… λαδόκολλες, όπου σερβίρει τους περισσότερους από τους μεζέδες του. «Είναι πιο καθαρό και στο κάτω κάτω δίνει μια νότα πιο παραδοσιακή!» αναφέρει.

Κρασί, κουβέντα, καβγάδες, έρωτες…

Σε αντίθεση με τα σύγχρονα μπαρ, κλαμπ και μεταμοντέρνα εστιατόρια, όπου η μουσική «βαράει» στη διαπασών και τα φωτορρυθμικά επιδίδονται σε έναν τρελό χορό, η ταβέρνα προσφέρει στους μερακλήδες έναν ζεστό και ήσυχο χώρο όπου μπορούν να συζητήσουν με άνεση, να διαφωνήσουν, να συμφιλιωθούν, να φλερτάρουν και να τραγουδήσουν.

«Ο σύγχρονος τρόπος διασκέδασης προάγει την απομόνωση, ενώ η ταβέρνα προάγει το “εμείς”, είναι μια ολόκληρη φιλοσοφία» σχολιάζει ο κ. Γρηγόρης Τσακνάκης, ο οποίος επιλέγει παραδοσιακές ταβέρνες και κουτούκια για να συναντιέται με τους «φίλους μιας ζωής» , τον κ. Κώστα Τζουβάρα και τον κ. Παναγιώτη Ξενάκη. «Συχνά η συζήτηση φουντώνει, κυρίως όταν πιάνουμε την κουβέντα για πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Καβγαδίζουμε την ώρα του φαγητού και ως την ώρα του καφέ έχουμε φιλιώσει! Ετσι ήταν πάντα η ατμόσφαιρα στις ταβέρνες, έντονη αλλά αληθινή» αναφέρουν. «Είμαστε μάλλον μηδενιστές, έχουμε χάσει πάσα ιδέα για την πολιτική και… τους πολιτικούς! Οι δικές μας συζητήσεις περιστρέφονται γύρω από δύο άξονες:γυναίκες και επαγγελματική σταδιοδρομία» σχολιάζουν ο Μάριος και ο Βαγγέλης. Σε ό,τι αφορά το φλερτ, άλλωστε, τα πράγματα, όπως εξηγούν, είναι δυσκολότερα από ό,τι παλιά. Τις προηγούμενες δεκαετίες οι παλιοί διηγούνται ότι με μεγάλη ευκολία ολόκληρη η ταβέρνα γινόταν «μια παρέα» όπου όλοι χόρευαν, τραγουδούσαν, έπιαναν την κουβέντα και φυσικά φλέρταραν. «Σήμερα αυτό χρειάζεται αρκετό… κρασί και πολύ καλή διάθεση. Γίνεται πιο πολύ στην επαρχία και στις λαϊκές γειτονιές της Αθήνας, όπου ο κόσμος είναι πιο χαλαρός» αναφέρει ο Μάριος.

«Η ταβέρνα αποτέλεσε για τους Ελληνες χώρο “ομαδικής ψυχοθεραπείας” με θεράποντα τον ταβερνιάρη. Είναι χώρος υπέρβασης, κυριαρχούμενος από το συναίσθημα, όπου το φαγητό και το ποτό δεν είναι παρά η αφορμή για να ενωθεί η μια ψυχή με την άλλη» σχολιάζει ο κ. Γιώργος Πίττας, συγγραφέας του βιβλίου «Η αθηναϊκή ταβέρνα» (εκδόσεις Ινδικτος). Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι λέξεις όπως «γλέντι» ή «τσακίρ κέφι», αλλά και «ντέρτι» ή «νταλκάς» είναι άμεσα συνδεδεμένες με την ατμόσφαιρα της ταβέρνας και την εικόνα των μερακλήδων θαμώνων της. Σε τελική ανάλυση, όπως χαρακτηριστικά λέει ο κ. Πίττας, η ταβέρνα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας γνήσιος και γοητευτικός «χώρος απόδρασης» του Ελληνα από την (ζοφερή) πραγματικότητα.