Κ άτι τρέχει στην πλατεία Βικτωρίας: περισσότερα από 15.000 άτομα έσπευσαν στο θέατρο Πορεία για να δουν την παράσταση «Το κτήνος στο φεγγάρι», ενώ μια μεγάλη λίστα αναμονής αναγράφει τα ονόματα όσων δεν τα κατάφεραν ακόμη. Με το θέατρό του να πηγαίνει κόντρα στην οικονομική κρίση παρουσιάζοντας πληρότητα 110%, ο 45χρονος ηθοποιός, σκηνοθέτης και μεταφραστής Δημήτρης Τάρλοου έχει κάθε λόγο να είναι αισιόδοξος. Γνωρίζοντας ωστόσο ότι στο όνομα της λιτότητας δεν θα εισπράξει ούτε ένα επιχορηγούμενο ευρώ, μιλά για τη «μάχη με το ταμείο», τις παιδικές ασθένειες του θεάτρου, αλλά και τη συχνή ξενοφοβία κοινού και δημιουργών.

– Πού αποδίδετε τη μεγάλη επιτυχία της παράστασης «Το κτήνος στο φεγγάρι»;

«Αποφασίσαμε να ξανανεβάσουμε το έργο ύστερα από δέκα ολόκληρα χρόνια. Είναι ένα ενδιαφέρον πείραμα που πέτυχε. Τόσο εγώ όσο και η Ταμίλα Κουλίεβα βρήκαμε νέους κώδικες και εξελίξαμε τους παλιούς. Και αυτό φαίνεται ότι εκτιμήθηκε από το κοινό». – Θεωρείτε ότι δέκα χρόνια αργότερα το ελληνικό κοινό έχει εξελιχθεί;

«Αυτό είναι βέβαιο. Κατ΄ αρχήν, υπάρχουν πολλοί νέοι άνθρωποι που έχουν παρακολουθήσει πολλές αξιόλογες ξένες παραστάσεις, είτε στο πλαίσιο εγχώριων φεστιβάλ είτε ταξιδεύοντας εκτός συνόρων. Αυτή η παγκοσμιοποίηση του θεάτρου μάς έχει κάνει καλό. Παλιά πολλοί έλληνες σκηνοθέτες δρούσαν ανεξέλεγκτα, συμπεριφέρονταν σαν Προμηθέας που φέρνει τη φωτιά στους θνητούς, ενώ στην ουσία αντέγραφαν δουλειές ξένων συναδέλφων τους. Τώρα δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο, πολλοί θεατές είναι εξίσου ενημερωμένοι και μπορούν να τους ξεμπροστιάσουν».

– Ωστόσο έχουμε δει κάποιες ακραίες αντιδράσεις όπως έντονο γιουχάισμα σε ξένους σκηνοθέτες στην Επίδαυρο και από την πλευρά του κοινού…

«Και εδώ η συζήτηση είναι μεγάλη, καθώς το κοινό δεν είναι ένα. Ποιο είναι το κοινό της Επιδαύρου; Είναι οι ίδιοι που αφού δουν κάτι και γιουχαΐσουν, αμέσως μετά ξεχύνονται στις γύρω ταβέρνες και ξεκοιλιάζονται τρώγοντας παϊδάκια; Αν μια παράσταση αποτελεί… ορεκτικό για τα παϊδάκια, καταλαβαίνετε ότι υπάρχει πρόβλημα. Θεωρώ όμως ότι ένα μεγάλο μέρος της κακής αντιμετώπισης των ξένων σκηνοθετών στην Ελλάδα υποκινείται από έλληνες σκηνοθέτες, οι οποίοι αισθάνονται είτε ότι είναι αντίθετοι με το σκεπτικό, είτε ότι απειλούνται τα εισοδήματά τους, η φήμη τους, η θέση τους, κτλ, κτλ.» – Ενα από τα συνηθέστερα επιχειρήματα είναι ότι ένας ξένος σκηνοθέτης δεν μπορεί να κατανοήσει σε βάθος τους έλληνες κλασικούς…

«Ανοησίες! Είχα την τύχη να δω πριν από κάποια χρόνια εξαιρετική ραψωδία της Ιλιάδας από τον Ανατόλι Βασίλιεφ στους Δελφούς. Και υπάρχουν πολλά ακόμη παραδείγματα. Με την ίδια λογική, δεν θα έπρεπε να ανεβάζουν οι έλληνες σκηνοθέτες τους ξένους κλασικούς. Αλλωστε, οι παραστάσεις του Σαίξπηρ είναι από τις πλέον αποτυχημένες στην Ελλάδα».

– Πάντως,εσείς δεν πάσχετε από… ξενοφοβία.

«Οταν πρωτοείπα την ιδέα να σκηνοθετήσει ο Τσεζάρις Γκραουζίνις το έργο “Δάφνις και Χλόη” η πρώτη αντίδραση όλων ήταν “είσαι παλαβός!!!”. Οταν κόπηκαν τα πρώτα 12.000 εισιτήρια έκλεισαν τα στόματα. Το να φέρεις έναν καλό ξένο σκηνοθέτη στην Ελλάδα και να συνεργαστείς μαζί του θεωρείται μια εκκεντρικότητα ή ένας ελιτισμός που θα σε αλλοιώσει».

– Πώς νιώθετε που η οικονομική κρίση δεν έχει χτυπήσει εφέτος το θέατρο Πορεία;

«Εχουμε βοηθήσει σε αυτό. Η λαϊκή απογευματινή παράσταση της Τετάρτης με εισιτήριο 10 ευρώ, για παράδειγμα, πηγαίνει εξαιρετικά καλά, είναι sold out για τις τρεις προσεχείς εβδομάδες. Πρέπει να το ξανασκεφτούν όσοι έχουν εισιτήρια των 27 και 30 ευρώ, τη στιγμή που πηγαίνεις σε παραστάσεις του Λονδίνου με πολύ λιγότερα. Εντάξει, υπάρχουν παραγωγές στο West Εnd που κοστίζουν 40 λίρες, αλλά είναι πολύ λίγες και απευθύνονται σε κοινό με υψηλά εισοδήματα. Θεωρώ πάντως ότι η κρίση θα έχει και τα θετικά της στο θέατρο. Αυτή η υπερπροσφορά παραστάσεων δεν ωφελεί κανέναν. Πρέπει να μειωθούν και τα θέατρα και οι παραστάσεις που ανεβαίνουν. Αν είχαμε σαράντα θέατρα, είκοσι εμπορικά, είκοσι off broadway παραγωγές και το Εθνικό, μια χαρά θα γέμιζαν. Οταν όμως έχεις 450 πρεμιέρες τον χρόνο, όταν οι περισ σότερες δραματικές σχολές που δεν είναι καν σχολές αλλά του Διαβόλου πράγματα βγάζουν τόσους ηθοποιούς που δεν είναι καν ηθοποιοί, τι να πρωτοπρολάβει να δει ένας θεατής; Και πάλι, το ελληνικό κοινό είναι πάρα πολύ γενναιόδωρο για αυτά που του παρέχονται. Τιμά και παραστάσεις κάτω του μετρίου, είναι καλοπροαίρετο, πάει όπου μπορεί».

– Κάνετε συχνά οντισιόν αναζητώντας νέα ταλέντα για τις παραστάσεις σας;

«Οταν το κάνω, φροντίζω να μην είναι στείρα εξέταση μονολόγων, αλλά μια διαδικασία που φέρνει τους ηθοποιούς σε επαφή με το αντικείμενο του έργου. Βλέπω στο παίξιμο των άλλων ηθοποιών τις δικές μου αδυναμίες και αυτό είναι πολύ χρήσιμο. Πολύ συχνά ανακαλύπτεις ταλέντα σε μια ακρόαση. Πολλά παιδιά όμως μπαίνουν στο θέατρο σαν να μπαίνουν σε τυροπιτάδικο. Σε αυτές τις περιπτώσεις είμαι πολύ συνοπτικός και τους δείχνω την έξοδο».

– Τι σας φοβίζει περισσότερο: ένα άδειο θέατρο ή μια «άδεια» παράσταση;

«Με φοβίζει μια βαρετή παράσταση. Δεν με νοιάζει αν υπάρχουν μόνο πέντε θεατές από κάτω, φτάνει μόνο να είναι στην τσίτα, να μη χασμουριούνται. Θέλω να συμβαίνουν πράγματα στις παραστάσεις, να μην είναι κοιμήσικες».

– Ποιο είναι το ελάττωμά σας που κάνετε προτέρημα στη σκηνή;

«Είμαι απότομος και οξύθυμος και αυτό συχνά με βοηθάει».

– Και ποια θεωρείτε ότι είναι η σοβαρότερη παιδική αρρώστια του ελληνικού θεάτρου;

«Ο αιώνιος εμφύλιος: λες και είμαστε χωρισμένοι σε δύο στρατόπεδα. Σε εκείνους που θέλουν να μείνουν στάσιμοι και σε εκείνους που θέλουν να αλλάξουν τα πάντα».

Θέατρο Πορεία, Τρικόρφων 3-5 και 3ης Σεπτεμβρίου 69, πλατεία Βικτωρίας.

Τηλ.210 8210.991

«Το κτήνος στο φεγγάρι», σκηνοθεσία Στάθης Λιβαθινός.

Συνεχίζεται και μετά το Πάσχα, ως τις 16 Μαΐου. Παίζουν: Δημήτρης Τάρλοου, Γιώργος Μπινιάρης, Ταμίλα Κουλίεβα,κ.ά.

«Η υπόθεση της οδού Λουρσίν», σκηνοθεσία Μάρθα Φριντζήλα.

Πρεμιέρα 10 Απριλίου.