O επίδοξος διαρρήκτης έχει εντοπίσει το σπίτι-στόχο. Παραβιάζει την μπαλκονόπορτα, περνά από το σαλόνι στον διάδρομο και κατευθύνεται στα δωμάτια. Αλλά λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο με το δασύ τρίχωμα και τα αιχμηρά δόντια. Ο σκύλος επιτίθεται και ακινητοποιεί τον εισβολέα, γαβγίζοντας για να ξυπνήσει την οικογένεια των ιδιοκτητών του. Η αύξηση της εγκληματικότητας, κυρίως στα προάστια, αλλά και η εμπέδωση αισθήματος φιλοζωίας στην ευρύτερη κοινωνία, έχει αυξήσει αισθητά την αγορά σκύλων-φυλάκων ή σκύλων άμυνας, όπως είναι πιο γνωστές αυτές οι ξεχωριστές ράτσες στον κύκλο των θαυμαστών και των εκπαιδευτών τους.
Η ζήτηση σκύλων-φυλάκων έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Εκπαιδευτές τονίζουν ότι, πέρα από τη μόδα ή την εντύπωση που προκαλεί ένας μεγαλόσωμος και απειλητικός σκύλος, πολλοί ενδιαφερόμενοι προσέρχονται με αποκλειστικό γνώμονα την ικανότητα υπεράσπισης και φύλαξης του χώρου από τον υποψήφιο σκύλοφύλακα. «Το συζητούν, το επιδιώκουν, αλλά πρέπει να συντρέχουν και άλλα στοιχεία για να πάει καλά η σχέση σκύλου- ιδιοκτήτη» σημειώνει ο εκπαιδευτής σκύλων κ. Νίκος Ιωαννίδης.
Ενας σκύλος-φύλακας αποτελεί επιπρόσθετο και συνήθως το πλέον κρίσιμο στοιχείο για την κατοχύρωση της ασφάλειας. Το ζώο όμως δεν είναι όπλο. Ούτε και παιχνίδι μιας χρήσης. Η κατάλληλη εκπαίδευση είναι απαραίτητη, καθώς ο σκύλος σε πολλές περιπτώσεις στρέφεται και εναντίον του θεωρούμενου ως αφεντικού του ή της οικογένειάς του. Και τα αποτελέσματα μιας τέτοιας συμπεριφοράς ή «έκρηξης» μπορεί να αποβούν μοιραία.
Στην Ελλάδα οι δημοφιλέστερες ράτσες σκύλων-φυλάκων είναι διαχρονικά εκείνες των γερμανικών ποιμενικών, γνωστών ως λυκόσκυλων, και των ροτβάιλερ, ενώ ανοδικά κινούνται εκείνες των βελγικών και καυκάσιων ποιμενικών. «Και ένας ημίαιμος ελληνικός ποιμενικός μπορεί να αποτελέσει καλό φύλακα. Εξάλλου τα κύρια χαρακτηριστικά ετοιμότητας, δύναμης, αντανακλαστικών και εξυπνάδας μπορεί να βρίσκονται σε υπερεπάρκεια και σε έναν αδέσποτο σκύλο» σημειώνει ο κ. Ν. Ιωαννίδης. Με πολύχρονη εμπειρία στην εκπαίδευση σκύλων στην Πολεμική Αεροπορία και με μετεκπαίδευση στην Αγγλία, ο κ. Ιωαννίδης διατηρεί το δικό του εκπαιδευτήριο και κυνοτροφείο στα ανατολικά προάστια. «Ο καλός σκύλος, όπως και το σωστό αφεντικό, χρειάζονται εκπαίδευση. Ο σκύλος στην κοινωνικοποίηση, στην αποδοχή εντολών, στην αντίληψη καταστάσεων. Ο ιδιοκτήτης στον τρόπο εκφοράς των εντολών, στη συμπεριφορά του απέναντι στον σκύλο, στην εξάλειψη των βίαιων αντιδράσεων ή των εύκολων κολακειών και ανταμοιβών». Ενα κακό αφεντικό και ένας ελλιπώς εκπαιδευμένος σκύλος αποτελούν έναν εκρηκτικό συνδυασμό, ειδικά στις πιο ευερέθιστες και θεωρούμενες επικίνδυνες ράτσες. «Ενα ροτβάιλερ, ένα ντόγκο αρτζεντίνο ή ένα πίτμπουλ, σκυλιά εκ φύσεως νευρικά, νευρώδη και δυνατά, δεν είναι κατάλληλα ζώα για νευρικούς, ευερέθιστους, επιδειξιμανείς ή βίαιους ιδιοκτήτες. “Το παιδί σου και το σκυλί σου όπως το μάθεις” λέει ο λαός, και έχει απόλυτο δίκιο» τονίζει ο κ. Ιωαννίδης.
O ι τρεις προαναφερθείσες ράτσες θεωρούνται από τις πιο επικίνδυνες για τον άνθρωπο. Το ντόγκο αρτζεντίνο, μυώδες και νευρώδες σκυλί, μπορεί να ακινητοποιήσει και να σκοτώσει αγριογούρουνο, το ροτβάιλερ είναι ένας από τους πιο ευερέθιστους σκύλους, ενώ το πίτμπουλ, δυνατό, άφοβο και προπάντων με μειωμένη αίσθηση του πόνου, αποτελεί έναν «σκύλο μάχης» και είναι το είδος που προτιμάται στις παράνομες κυνομαχίες. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εισαγωγή και η εμπορία πίτμπουλ- ή αμέρικαν σταφ και πίτμπουλ τεριέ, όπως είναι οι επίσημες ονομασίες του- έχουν απαγορευθεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Παρ΄ όλα αυτά το παράνομο εμπόριο ανθεί, όπως και η διασταύρωση ημίαιμων, συνεκδοχικά θεωρούμενων πίτμπουλ, για τη χρησιμοποίησή τους σε κυνομαχίες.
Υπάρχουν όμως και οι πιο βολικές και φιλικές ράτσες. Οπως μάλιστα τονίζει ο κ. Ιωαννίδης «όλα είναι θέμα εκπαίδευσης και εξαρτώνται από την ποιότητα και τη συχνότητά της». Ο ίδιος πάντως θα συνιστούσε, ως επιλογή «μικρότερου ρίσκου, είτε ένα μαστίφ, που είναι πράο γενικά ζώο αλλά και ιδιαιτέρως ικανό στη φύλαξη, είτε ένα θηλυκό ροτβάιλερ. Τα θηλυκά σκυλιά, γενικά, είναι εκείνα που δένονται με τον ιδιοκτήτη τους και δεν παίζουν “παιχνίδια κυριαρχίας” με το αφεντικό τους» καταλήγει ο κ. Ιωαννίδης.